Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε
γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της
Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό
έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της
επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων.
Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια
περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί,
κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί.
Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο
και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον
πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει
την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα
παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιο
Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως αποτέλεσμα, ο μεν
Βλάσιος να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως
δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην
Κωνσταντινούπολη, ο δε Θεόδωρος δε να θέλει να γίνει καλόγερος.
Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη
Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν
ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη
Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα,
μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια
βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής.
Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε
καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και
Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά.
Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς
Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη
μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως λόγω έλλειψης δασκάλων στην
περιοχή ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον
έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι
επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών
γραμμάτων, γι’ αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος,
δέχτηκε.
Στο σχολείο που στάλθηκε, δεν είχε
θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα
παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της
Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το
1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος και χειροθετήθηκε Πνευματικός.Εν
συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον
αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής.
Κοιμόταν στο χώμα και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν
έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών
κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και
καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά
ανέφερε.
Στον
δρόμο της προσφυγιάς.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή
(1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον
ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των
πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο
Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα
του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο
τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα.
Ο αδελφός του γέροντα Παϊσίου Ραφαήλ Εζνεπίδης διηγείται τα εξής:
|
«Στα Φάρασα το καλοκαίρι του 1924,δεν
είχαν προλάβει ούτε να θερίσουν, όταν δόθηκε η διαταγή να μαζέψουν τα υπάρχοντά
τους και να πάρουν τον δρόμο για τη Μερσίνα της Μικράς Ασίας. Μπήκαν στα πλοία
για τον Πειραιά και ύστερα από δυόμισι χρόνια «περιπλάνησης» σε Θεσπρωτία και
Κέρκυρα βρήκαν «καταφύγιο» στην Κόνιτσα. Ογδόντα οικογένειες από το Μιστί και
50 οικογένειες από τα Φάρασα, τον τόπο καταγωγής του αγίου Αρσενίου του
Καππαδόκη (που είχε προειδοποιήσει τους συγχωριανούς του να είναι έτοιμοι για
τη μεγάλη φυγή), «ρίζωσαν» στη νέα τους πατρίδα και διατηρούν μέχρι σήμερα
«ζωντανές» τις μνήμες του ξεριζωμού. Ανάμεσά τους και η οικογένεια του 95χρονου
αδελφού του γέροντα Παΐσιου Ραφαήλ, που ζει στην περιοχή, από τότε, φυλάσσοντας
σαν «κόρη οφθαλμού» τα προσωπικά αντικείμενα του μοναχού.
«Ολα άρχισαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης
και την ανταλλαγή πληθυσμών με κριτήριο το θρήσκευμα. Οι Μιστιώτες
εγκαταστάθηκαν στη Μαζαρακιά Θεσπρωτίας και οι Φαρασιώτες στην Κέρκυρα, μέχρι
να τους δοθεί από το ελληνικό κράτος ένας μόνιμος τόπος για να ζήσουν. Σύμφωνα
με μαρτυρίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ο άγιος Αρσένιος είχε
προβλέψει τα γεγονότα» θυμάται ο πρόεδρος του Συλλόγου Καππαδόκων Κόνιτσας
Ανδρέας Χατζηεφραιμίδης.
Λίγο πριν από τον μεγάλο ξεριζωμό, η
οικογένεια του τότε προέδρου των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη μεγάλωσε κατά ένα
μέλος. Το ένατο παιδί της ήταν ο γέροντας Παΐσιος. «Η μητέρα του Ευλαμπία
ζήτησε από τον πατέρα Αρσένιο να τον βαφτίσει, επειδή φοβόταν μήπως πεθάνει το
παιδί στο ταξίδι της προσφυγιάς. Το παιδί βαφτίστηκε Αρσένιος» λέει ο κ.
Χατζηεφραιμίδης. Πολύ αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν
χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα», ονομάστηκε Παΐσιος.
Το
οσιακό του τέλος.
Στην Κέρκυρα διέμεινε για δύο βδομάδες
στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου
Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο.
«Σαράντα ημέρες μετά την εγκατάσταση των
Φαρασιωτών στην Κέρκυρα, ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης πέθανε, όπως το είχε
προβλέψει.
Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήρθε η
Παναγία, τον γύρισε σ’όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε
να δει και δεν είχε αξιωθεί, και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί
στον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ’ Αυτόν.
Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924. Το 1974
τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κόνιτσα και αργότερα τοποθετήθηκαν στο
καθολικό της Ιεράς Μονής Σουρωτής, όπου βρίσκεται ο τάφος του γέροντα Παΐσιου».
«….Μετά
από πολλές ταλαίπωριες έφτασε το καράβι σε Ελληνική σκάλα στον Άγιο Γεώργιο
Πειραιώς,και εκεί που πλησίασαν το χώμα το ελληνικό χαρουμενοι γιόρτασαν και
εκeίνη τη μεγάλη μέρα που ήταν η Υψωση του Τιμίου Σταυρού,14 Σεπτεμβριου 1924
(με το εορτολόγιο της πατριδας τους}.Παρεμειναν τρεις εβδομάδες στα
σύρματα,στον Αι-Γιώργη,και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα.όπου και
ταχτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της Κέρκυρας.
Εκεί όμως ο καλός Χατζηεφέντης
αδιαθέτησε,και οι Φαρασιώτες πολύ ανησύχησαν γι’αυτό.Χωρίς να θέλει τον πήγαν
στο Αστικό Νοσοκομείο,για να μη ταλαιπωρείται μέσα στο κάστρο και αυτός.
Ο Πατέρας δεν ήθελε να τους αποχωριστεί
με κανένα τρόπο και τους παρακαλούσε με κλάματα «αφήστε με να πεθάνω κοντά
σας».
Εκεινοι πάλι από αγάπη δεν τον
άκουσαν, γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθει στο Νοσοκομείο με την περιποίηση και θα
τον έχουν και στη συνέχεια κοντά τους,παρ’όλο που τους είχε πει πολλές φορές
από πριν «στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες». Εζησε εν όλω δυο εβδομάδες
στο κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δυο φορές εκεί,στον Ιερό Ναό
Αγ.Γεωργίου. Άλλη μια εβδομάδα έζησε στο νοσοκομείο, όπου και τον επισκεπτόνταν
οι Φαρασιώτες με αγωνία………
……….Οταν έφυγαν μετά οι άλλοι και έμεινε
μόνον ο Πρόδρομος ,ο Πατήρ του είπε:”Έλα να αποχαιρετηθούμε ,Πρόδρομε, γιατί
μεθαύριο φεύγω για την άλλη ζωή. Ήρθε η Παναγία χθες το μεσημέρι και μου
το είπε και με γύρισε και στο Αγιο Όρος και είδα τα Μοναστήρια που πολύ
επιθυμούσα να ιδώ, αλλά δεν είχα αξιωθεί. Τι να σου διηγηθώ,Πρόδρομε!Τι πολλά
Μοναστήρια που έχει το Αγιον Ορος.
Τι μεγάλους Ναους! Τι μεγαλοπρέπεια¨!Και
μετά από αυτά του λέγει¨
’’να μη στενοχωρεθής που θα πεθάνει η
Κυριακή,η γυναίκα σου μετά από οκτώ ημέρες και του Στέφανου Καραμουρατίδη η
γυναίκα,η Αλμαλου,θα πεθάνει και αυτή μετά από δέκατρεις μέρες¨’.
Πράγματι,έτσι έγινε.
Όταν λοιπόν είχαν περάσει και οι δικές
του δυο μέρες και ήρθε και το «το μεθαυριο»που θα έφευγε,ο αληθινός δουλος του
Θεού Πατήρ Αρσένιος,αφού προηγουμένως κοινώνησε, έφυγε για την αληθινή ζωή
κοντά στο Χριστό. Εκείνη την στιγμή δεν ήταν κανένας Φαρασιώτης δίπλα του.Δεν
ήθελε να μένει κανείς κοντά του, για να μην τον περισπουν στην αέναο προσευχή
του.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος!
Μόνος,μικρός,με μόνη του Θεού την προστασία!
Μόνος, μεγάλος, δοσμένος μόνο στον Θεό
και στην εικόνα Του!
Μόνος στο τέλος της ζωής του με το Θεό
μόνο!
Όταν ο ευλαβής ψάλτης του τον
επισκέφτηκε πάλι, πήρε αυτή την φορά την ευλογία του Πατρος Αρσενίου από το
Λείψανό του. Τον βρήκε να κρατάει σφιχτά με το δεξί του χέρι στον κόρφο του το
πολύτιμο πνευματικό του κομπόδεμα,το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του
Χρυσοστόμου.
Ο ακτήμων Πατηρ Αρσένιος δεν είχε υλική
περιούσια να αφήσει.
Μόνο μερικά τριμμένα βιβλία. Οταν έμαθαν
μετά οι Φαρασιώτες ότι κοιμήθηκε, ήταν απαρηγόρητοι, αν και τους είχε
προετοιμάσει.
Συγκεντρώθηκαν πολλοί και του έκαναν
μεγαλοπρεπέστατη κηδεία, στην οποία ακολούθησαν και πολλοί εντόπιοί..
Ετάφη στο Κοιμητήριο της Κέρκυρας μαζί
με τους ιερωμένους νεκρούς.
Τα παιδιά του έβαλαν επάνω στον τάφο του
μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του γραμμένο.
Ο Πατήρ Αρσένιος κοιμήθηκε στις 10
Νοεμβρίου του 1924 (νέο εορτολόγιο) σε ηλικία ογδοντα τριών ετών.
Από το βιβλίο: γέροντος Παισίου
Αγιορειτου΄¨Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ¨¨
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου