Καραβιδόπουλος Ἰωάννης
(Ομ. Καθηγητής
Πανεπιστημίου)
Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325
μ.Χ.), ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγόμενης «Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς» τοῦ Ἰησοῦ, τῆς προσευχῆς δηλ. ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ ποὺ περιέχεται ὁλόκληρη στὸ κεφ. 17 τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου.
Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κυριαρχοῦν δύο βασικὰ θέματα: (1) ἡ «δόξα» τοῦ Ἰησοῦ καὶ (2) ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
1. Γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς «δόξας» στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ νεοελληνικὴ ἔννοια τῆς δόξας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ὅπως φανερώνεται στὸν κόσμο μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπιτελεῖ, ὅπως ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς λαμπρῆς ἀκτινοβολίας του.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κι ὅταν «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», τότε εἶναι ποὺ «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1,14). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἰδίως τὰ θαύματά του ἀποκαλύπτουν τὴ δόξα του.
Ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του εἶναι, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράξενο, ὁ σταυρός του. Ὁ σταυρὸς ὅμως δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση γεγονός.
Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελοῦν ἑνιαῖο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
χαρακτηρίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ ξένους θεολόγους ὡς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, ὄχι μόνο διότι ἡ πορεία τῆς μέσα στὸν κόσμο ὑπῆρξε σταυρική, ἀλλὰ καὶ διότι στὴ λειτουργική της ζωὴ δεσπόζει τόσο ὁ σταυρὸς ὅσο καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
2. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Ἀρχιερατική του
προσευχὴ (Ἰω. κεφ 17) ἔχει συγκεντρωμένο
τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε μέσα στὸν κόσμο καὶ ποὺ θὰ συνεχίσουν οἱ μαθητές του. Γι’
αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Οἱ μαθητές του ποὺ εἶναι οἱ πρῶτοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προέρχονται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ («Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας»), ζοῦν ὅμως καὶ δροῦν μέσα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν χαρακτηριστικά
του τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὴ διάσπαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς «δόξας» του - καὶ ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρὸς καί, ὅπως ἤδη σημειώσαμε,
συνάμα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ Πατέρα - παρακαλεῖ ἰδιαίτερα: «Ἅγιε Πατέρα,
διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς» (στίχ. 11).
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται
στὸ ἐπίκεντρο τῶν σκέψεων καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἑνότητα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας Πατέρα καὶ Υἱοῦ, κατὰ τὸ πρότυπό της Ἁγίας Τριάδας («καθὼς ἡμεῖς»). Ἐὰν ἡ διάσπαση καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ κόσμου σὲ ἀλληλομισούμενες ὁμάδες εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θείας καταγωγῆς καὶ προελεύσεώς της.
Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροεῖ νὰ «συνάξει σὲ μία ἑνότητα τὰ διασκορπισμένα
παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 11,52· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνει «τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους
κόσμους ἕνα λαὸ» [«τὰ ἀμφότερα ἓν»] (Ἐφ. 2, 14)· μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐνοποιὸς ἀρχὴ καὶ ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι αὐτὸ πού, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ τὸ θεμέλιο τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα στὸν κόσμο, ὁ κίνδυνος τῆς διαιρέσεως ὑπάρχει πάντοτε,
κίνδυνος ποὺ ὀφείλεται στὸν πειρασμὸ τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς ἀποβλέπει στὴ «δόξα» πρὸς τὴν ὁποία ἀπέβλεπε καὶ ὁ Χριστός, δηλ. στὴν ὁδὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ὅταν εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τὸν Χριστό, καὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, σύμφωνα
μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀπ. Παῦλος· τότε ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος
στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο
γενικότερα, ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα καὶ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ἔχει «ὅλην τὴν πληρότητά της» (Ἰω.17,13).
Ἄνθρωποι μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὑπῆρξαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους καὶ ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνετέλεσαν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἡ αἵρεση σημαίνει
διάσπαση, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ τροφοδοσία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζουν τὴν ἑνότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου