Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
Από
το νέο βιβλίο του:
“Θαυμαστός
ο Θεός… Μορφές Αγίων μέσα από τη Θεολογία της Λατρείας”, εκδόσεις Εν Πλώ, Οκτώβριος
2016 σσ.254-260
«Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε
συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η
ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.
Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία
εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς
του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως
όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη
Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα
σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο
Νικόλαο.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος.
Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες
εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια
σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε
τον θαυμασμό των περαστικών.
Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε
τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με
την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του
καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της
μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό
Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο
Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.
Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας
του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα
και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού
του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν
πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους
περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το
επέστρεψε ποτέ.
Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα
επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου
από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η
σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον
Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος
και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή
και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο
λειτουργούσε καθημερινά.
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός
ο άγιος του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη
του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά
του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του,
η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση
του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.
Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα
έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια
και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών.
Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά
όσους είχαν ανάγκη.
Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε
καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός
του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής,
του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι.
Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την
14η. Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.
Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδύαζε
την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές
Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του
τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.
Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι
αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα,
έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά
στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην
αιώνια και αληθινή ζωή.
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του
έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό
Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι
του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν
την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε
το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:
"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!".
"Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"
...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.
Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου
της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα.
Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες
λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά
Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα
βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού».
(Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος,
Ιεροκήρυξ
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας)
Ο άγιος παπα-Νικόλας
Πλανάς αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι «τα πτωχά
του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Υπήρξε
δηλαδή το όργανο του Θεού, διά της απλότητος του οποίου διαχύθηκε στον κόσμο πλούσια
η σοφία Εκείνου. Δεν είχε κάτι από τα σπουδαία φυσικά προσόντα, τα οποία πολλές
φορές, αν δεν προσέξει ο κατέχων αυτά, λειτουργούν πειρασμικά και μπαίνουν
εμπόδιο στη θέα του Θεού. Το απόλυτο προσόν του ήταν η απλότητά του,
που σήμαινε τη φανέρωση της ταπείνωσής του, άρα της ύπαρξης της χάρης
του Θεού σ’ αυτόν. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» λέει ο λόγος του Θεού κι αυτήν
την ταπείνωση είχε ο γνωστός και αγαπητός σε όλους παπα-Νικόλας. Με άλλα λόγια μπροστά
στον άγιο Νικόλαο είναι σα να τοποθετούμαστε ενώπιον του ίδιου του Θεού μας και
να αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια καταπληκτική διαφάνεια του ουρανού ήταν
η όλη πορεία της ζωής του. Η ακολουθία του νεώτερου αυτού αγίου
της Εκκλησίας μας πρώτα από όλα την παραπάνω αλήθεια θίγει: «Ω, παράδοξο θαύμα!
Τα μωρά του κόσμου διάλεξε ο Θεός και ντρόπιασε με αυτά την έπαρση των σοφών» («Ω
του παραδόξου θαύματος! Τα μωρά του κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ’ έπαρσιν των σοφών
τούτοις κατήσχυνεν»). «Πω, πω, για τα θαυμάσιά σου, Χριστέ! Εσύ αξίωσες, με την
ευδοκία και τη χάρη Σου, τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα κι από
τα ισχυρά και να φθάσουν πετώντας από τη γη στον ουρανό» («Βαβαί! Των σων θαυμασίων,
Χριστέ! Συ τα ασθενή του κόσμου, ισχυρών υπέρτερα, και γήθεν εις ουρανόν μολείν
υπόπτερα, ηξίωσας αγαθέ, τη παρά σου ευδοκία και χάριτι») (στιχηρά εσπερινού).
Πρέπει όμως να
σημειώσουμε ότι η απλότητα ενός ανθρώπου δεν στρέφει κατ’ ανάγκην τον άνθρωπο στον
Θεό και στην απόκτηση των θεϊκών χαρίτων. Υπάρχουν δυστυχώς απλοί άνθρωποι, με την
έννοια της απλοϊκότητας, οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πολύ εύκολα οδηγούνται στην
πονηρία και σε μία περίεργη υπερηφάνεια. Που θα πει: ο άγιος Νικόλαος την απλοϊκότητά
του την «έδεσε» με την αγάπη του προς τον Θεό, ώστε να φανερωθεί με τον τρόπο που
είπαμε, η σοφία του Θεού. Τίποτε επίγειο δεν τον τραβούσε και δεν τον γοήτευε. Η
καρδιά του χτυπούσε μόνον για τον Σωτήρα του Χριστό, και μάλιστα «εκ παίδων». «Εσένα
ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες
στον Σωτήρα σου» («Σε ο κόσμος ουχ είλκυσεν, ουδέ φίλον εκτήσατο, σην καρδίαν δ’
έδωκας τω Σωτήρι σου») (στιχηρό εσπερινού). Γι’ αυτό και όλοι, όπως παλαιότερα τον
άγιο Αντώνιο που τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι του καιρού του «θεοφιλή», ονόμαζαν
τον παπα-Νικόλα «άνθρωπον όντως του Θεού», με όλα τα χαρίσματα ενός τέτοιου ανθρώπου:
την αφιλαργυρία, την αγάπη και την ελεημοσύνη, την αγιασμένη ιερωσύνη. «Αυτά
είπε ο λόγος όσων σε γνωρίζουν, πάτερ Νικόλαε: ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του
Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους
και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και
των προσφορών του στους πτωχούς» («Τάδε έφη των ειδότων σε, πάτερ Νικόλαε, ο λόγος.
Δεύτε ίδετε άνθρωπον όντως του Θεού∙ αυτού θεράποντα γνήσιον∙ λειτουργόν της Χάριτος
ηγιασμένον∙ απλούν τον τρόπο και αφιλάργυρον∙ εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων
τον Χριστόν αγαπώντα και διακονούντα») (δοξαστικό εσπερινού).
Ο μακαριστός υμνογράφος
του αγίου Νικολάου Πλανά, Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς, παίρνει αφορμή
από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη όντως αγάπη του προς τον ομώνυμο
άγιό του - «είθε να χαίρεις συ που γέμισες από θείο ζήλο και ζήλεψες τον ομώνυμό
σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα
της πραότητας» (στιχηρό αποστίχων εσπερινού) – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς»,
για να κάνει ωραίους συσχετισμούς ως προς τον αγιασμένο βίο του. Σ’ ένα ιδιόμελο
της λιτής για παράδειγμα διαβάζουμε: «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο,
τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη του» («εν ύμνοις
τιμήσωμεν ηγιασμένον Νικόλαον, τον Πλανάν μεν τη κλήσει, απλανή δε την πίστιν»).
Και στο απολυτίκιο: «Ξέφυγες από τις παγίδες του πλάνου, ιερώτατε, και πορεύτηκες
τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά» («Τας του πλάνου παγίδας
εκφυγών, ιερώτατε, απλανώς επορεύθης διά βίου, πατήρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά»).
Κι ασφαλώς ο ταλαντούχος
μακαριστός Μητροπολίτης δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι ο άγιος παπα-Νικόλας
καταγόταν από τη νήσο Νάξο, ήταν βραδύγλωσσος, ήταν έξοχος λειτουργός του Υψίστου,
σχετιζόταν με μεγάλα αναστήματα των ελληνικών γραμμάτων. Πώς να παραλείψει την καταγωγή
του, όταν από το ίδιο νησί της Νάξου καταγόταν το άλλο μεγάλο αστέρι της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Για τον υμνογράφο η χώρα των Ναξίων έχει
διπλό λόγο να καυχάται, ενώ ο νεώτερος Νικόλαος αγιάστηκε, γιατί θέλησε να ακολουθήσει
την ίδια στενή οδό του παλαιοτέρου συμπατριώτη του Νικοδήμου. «Η χώρα των Ναξίων
απέκτησε τώρα διπλό όνομα ως πλούτο αδαπάνητο: τον Νικόδημο και τον Νικόλαο»
(«Ναξίων η χώρα…νυν πλούτον αδαπάνητον δυώνυμον εκτήσατο, Νικόδημον, Νικόλαον»)
(ωδή α΄). «Είδε τον μεγάλο Νικόδημο, τον μέγα αγιορείτη και ένδοξο και
συμπολίτη άγιο ο Νικόλαος ο Νάξιος, και στερεώθηκε προς αγιασμό του στην ίδια στενή
οδό» («Ιδών τον Νικόδημον τον πάνυ, τον μέγαν αγιορείτην και κλεινόν και συμπολίτην
άγιον, Νικόλαος ο Νάξιος εν τη αυτή στενή οδώ αγιασθείς εστερέωτο») (ωδή α΄).
Η βραδυγλωσσία
του επίσης: παραλληλίζεται με τη βραδυγλωσσία του προφήτη Μωυσή, ο οποίος προς διευκόλυνσή
του είχε βοηθό τον αδελφό του Ααρών. Κι όπως ο Μωυσής μπόρεσε να επιτελέσει το καθοδηγητικό
του έργο, παρά το πρόβλημά του, έτσι και ο άγιος Πλανάς: καθοδήγησε πολλούς στην
πίστη, έχοντας όμως ως βοηθό του όχι άνθρωπο, αλλά το ίδιο το Παράκλητο άγιον Πνεύμα.
«Άρθρωσε ατελή λόγο ο παμμακάριος Νικόλαος, μοιάζοντας στον βραδύγλωσσο παλιά Μωυσή,
και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο» («Λόγον ατελή
αρθρώσας ο παμμάκαρ Νικόλαος, και τω βραδυγλώσσω πάλαι Μωυσεί ομοιούμενος, πολλούς
Κυρίω φωτίσας ουχ υστέρησεν») (ωδή δ΄). «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και
ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαος» («Ααρών συμπαραστάτης Μωυσέως εγένετο και
τω Νικολάω ήλθεν αρωγός ο Παράκλητος») (ωδή δ΄).
Εκεί που αποκαλύπτεται
περίτρανα η αγιότητα του παπα-Νικόλα ήταν στον λειτουργικό τομέα. Ο άγιος υπήρξε
άφθαστος λειτουργός του Υψίστου, όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή έβγαζε ωραία κηρύγματα
– τίποτε από αυτά – αλλά γιατί λειτουργούσε με αίσθηση ψυχής, «κατεβάζοντας στη
γη τον ουρανό». Τα παιδιά ιδιαιτέρως, και όσοι είχαν καρδιά παιδιού, τον έβλεπαν
να λειτουργεί μαζί με τους αγγέλους και να ίπταται πάνω από το έδαφος. «Από τη θεϊκή
δόξα σου, φάνηκες στα μάτια των παιδιών, πάτερ, σαν λαμπτήρας φωτεινότατος, και
όταν ιερουργούσες με λαμπρούς αγγέλους φαινόσουν να μη πατάς πάνω στη γη» («Λαμπτήρ
φαεινότατος, επί τη θεία δόξη σου, φαίνει οφθαλμοίς παιδίων, πάτερ, ιερουργών δε
μετά αγγέλων φαιδρών ώφθης μη πατών επί της γης») (ωδή ε΄). Σαν τον άγιο Σπυρίδωνα,
που απλός και αυτός ως άνθρωπος, «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». Γι’ αυτό
και δεν είναι τυχαίο ότι οι πράγματι σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, οι μεγάλοι
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπως και πλήθος άλλων,
αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις διάφορες ακολουθίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν ως
μύστη των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων, αυτόν έρχονταν να βοηθήσουν στο ψαλτήρι
του. Ο υμνογράφος, συνεσκιασμένα είναι αλήθεια, κάνει λόγο και για τη
σχέση του, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, με τους ανθρώπους αυτούς των γραμμάτων.
Οι εγγράμματοι θέλγονταν από τον αγράμματο. Όχι βεβαίως για την αγραμματοσύνη του,
αλλά για την πλησμονή της χάρης του Θεού που ζούσε πλούσια στην καρδιά του. «Είχες
άξιους συνεργάτες, που τραγουδούσαν και έψαλλαν με την καρδιά τους στον Κύριο. Τα
ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από
τον Θεό στο βιβλίο της ζωής» («Αξίους έσχες συνεργούς, άδοντας και ψάλλοντας εν
τη καρδία αυτών τω Κυρίω. Τούτων τα ονόματα περίπυστα τοις των γραμμάτων ερασταίς,
τω δε Θεώ γεγραμμένα εν βίβλω ζωής») (λιτή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου