του Επισκόπου Αβύδου Κυρίλλου
Ι. Ὁ περί τό θέμα προβληματισμός
Στίς 26 Δεκεμβρίου 2013 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἐνέκρινε καί δημοσίευσε κείμενο[1] πού ἀναφέρεται στό Πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία, ἔτσι ὅπως αὐτό κατανοεῖται καί καταγράφεται στό κείμενο τῆς Ραβέννας[2] πού ἐξέδωσε ἡ μεικτή θεολογική ἐπιτροπή διαλόγου Ὀρθοδόξων–Ρωμαιοκαθολικῶν (13.10.2007). Χωρίς ἐν προκειμένῳ νά ἐνδιαφέρει οὔτε ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ ρωσσική ἀντιπροσωπεία ἀπουσίαζε ἀπό τή συνεδρία κατά τήν ὁποία υἱοθετήθηκε τό κείμενο στή Ραβέννα, οὔτε ὁ μακρύς χρόνος μεταξύ 27ης Μαρτίου 2007 καί 26ης Δεκεμβρίου 2013, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου ἡ Συνοδική Θεολογική Ἐπιτροπή ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τοῦ Πρωτείου καί συνέταξε τό δικό της κείμενο τρία πράγματα εἶναι δεδομένα:
1. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας εἶχε ἀναθέσει τήν ἐξέταση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος σέ θεολογική ἐπιτροπή, πρίν ἀπό τήν υἱοθέτηση τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας ἀπό τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐπειδή, ὅπως ἀναγράφεται στόν πρόλογο τοῦ κειμένου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τοῦ διαλόγου ἀνέκυπτε τό θέμα τοῦ Πρωτείου.
2. Τό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἕνα θέμα τόσο σοβαρό, ἕνα θέμα πού ἀφορᾶ τήν περί Ἐκκλησίας δογματική μας διδασκαλία, ἐγένετο ἀντικείμενο προβληματισμοῦ στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Αὐτό δείχνει ὅτι γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τά θέματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν ἀπασχολοῦν μόνο τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας πού μετέχουν στό διάλογο, ἀλλά ἔχουν ἀσφαλῶς εὑρύτερο ἐνδιαφέρον, συζητοῦνται καί μελετῶνται, καρπός δέ αὐτῆς τῆς μελέτης εἶναι τό παρόν κείμενο πού μᾶς ἀπασχολεῖ.
3. Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐκφράζει τή διαφωνία του μέ μία θεμελιώ-δη θέση τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας, γιά τό Πρωτεῖο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ διαφωνία αὐτή, ἀφ᾽ ἑνός μέν διαφοροποιεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας ἀπό ὅλες τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού ὑπέγραψαν τό κείμενο, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ δημιουργεῖ τήν ὑποχρέωση στίς τελευταῖες, εἴτε νά ὑπερασπιστοῦν τό κείμενο τῆς Ραβέννας, εἴτε νά ἀναθεωρήσουν τήν ἄποψή τους. Καθίσταται ὅμως πρόδηλο ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐξ αἰτίας τοῦ διαλόγου καί στήν ἐπαινετέα τους προσπάθεια γιά σύγκλιση μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία στό θέμα τῆς ἐκκλησιολογικῆς θέσης τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης –ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιός φέρει τήν εὐθύνη γι᾽ αὐτό– διακινδυνεύουν τήν ἐσωτερική τους συνοχή.
Ἐάν θά ἤθελε νά συνοψίσει κάποιος τή θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, παρατηρεῖ ὅτι αὐτό ἑστιάζει τό ἐνδιαφέρον του στό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί ἀρνεῖται –ὀρθά– οἱαδήποτε κυριαρχική ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας, τόσο κατά τήν πρώτη, ὅσο καί κατά τή δευτέρα χιλιετία. Ἰδιαίτερα κατά τήν πρώτη χιλιετία πού ἀποτελεῖ καί τό ἀντικείμενο ἐξέτασης τοῦ διαλόγου, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δέν εἶχε καμιά ἐξουσία ἤ καμιά ἁρμοδιότητα ἐπέμβασης στά ὑπόλοιπα τέσσερα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν καί ἀποτελοῦν αὐτάρ-κεις καί ἀνεξάρτητες μεταξύ τους διοικητικές ἑνότητες. Ἡ σημασία καί ἡ ἰσχύς τῶν κανόνων τῆς Σαρδικῆς πού ἀπέκτησαν οἰκουμενικό κῦρος μέ τό δεύτερο κανόνα τῆς Πενθέκτης δέν ἀπασχολοῦν τό ρωσσικό κείμενο. Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ κανόνες τῆς Α´ καί Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[3] ἀπέδωσαν στό θρόνο τῆς Ρώμης τά Πρεσβεῖα τιμῆς, τάσσοντας τήν Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πρώτη στή σειρά προκαθεδρίας μεταξύ τῶν θρόνων, στούς ὁποίους προσεδόθησαν Πρεσβεῖα τιμῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι γνωστό ὅτι στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τούς κανόνες τῆς Β´ καί Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[4] ἐδόθησαν ἴσα Πρεσβεῖα τιμῆς μέ αὐτά τά ὁποῖα ἐδόθησαν στή Ρώμη, τάσσοντας αὐτήν δευτέρα στή σειρά προκαθεδρίας. Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἐπιχειρεῖ κάποια ἑρμηνεία τῶν ἴσων Πρεσβείων μεταξύ τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οὐδόλως ἀναφέρεται σ᾽ αὐτά.
Διαβάστε τη συνέχεια στο AMEN.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου