Η Αγία Πελαγία έζησε τον 3ο αιώνα στην Αντιόχεια. Ήταν πόρνη στο επάγγελμα, πολύ πλούσια και ξακουστή για την ομορφιά της. Πολλοί ξόδευαν τις περιουσίες τους για την ομορφιά της Πελαγίας!
Την εποχή εκείνη συγκάλεσε κάποιο Συνέδριο ο πρόεδρος της Αντιόχειας και κάλεσε Αρχιερείς για την επίλυση κάποιας υπόθεσης που είχε προκύψει. Μεταξύ των Αρχιερέων ήταν και ο Άγιος Νόνος, την μνήμη του οποίου εορτάζουμε στις 10 Νοεμβρίου, ξακουστός για την σοφία και την αγιότητα του βίου του. Οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Αντιόχειας παρακάλεσαν τον άγιο Νόνο να μιλήσει για την ωφέλεια της ψυχής τους και αυτός έκανε την ομιλία του έξω από τον Ναό του Άγίου Ιουλιανού.
Την εποχή εκείνη συγκάλεσε κάποιο Συνέδριο ο πρόεδρος της Αντιόχειας και κάλεσε Αρχιερείς για την επίλυση κάποιας υπόθεσης που είχε προκύψει. Μεταξύ των Αρχιερέων ήταν και ο Άγιος Νόνος, την μνήμη του οποίου εορτάζουμε στις 10 Νοεμβρίου, ξακουστός για την σοφία και την αγιότητα του βίου του. Οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Αντιόχειας παρακάλεσαν τον άγιο Νόνο να μιλήσει για την ωφέλεια της ψυχής τους και αυτός έκανε την ομιλία του έξω από τον Ναό του Άγίου Ιουλιανού.
Την ώρα που μιλούσε ο άγιος πέρασε από εκεί η Πελαγία στολισμένη με κοσμήματα και αρώματα, ακολουθούμενη από πλήθος υπηρετών.
Ενώ όλοι απέστρεψαν τα μάτια τους από την εταίρα, ο άγιος Νόνος άρχισε να κλαίει και χρησιμοποίησε το γεγονός για να διδάξει τους Χριστιανούς λέγοντας τους ότι ενώ μία πόρνη στολίζεται με τόση επισημότητα για να ελκύσει τους άνδρες, εμείς οι Χριστιανοί αμελούμε να στολίσουμε την ψυχή μας με αρετές ώστε να ελκύσουμε τον Χριστό μέσα στην καρδιά μας.
Όταν τελείωσε την ομιλία του ο άγιος Νόνος αποσύρθηκε στο κελί του και η σκέψη του αντί να κατακρίνει την πόρνη που συνάντησε (και εδώ φαίνεται η διαφορά των αγίων από εμάς) άρχισε να προσεύχεται στο Θεό και να κατηγορεί τον εαυτό του γιατί σκεπτόταν ότι η περιποίηση της πόρνης εκείνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τις δικές του προσπάθειες για να στολίσει με αρετές την ψυχή του ώστε να κατοικήσει μέσα της το Άγιο Πνεύμα. (Το ύψος της ταπείνωσης του αγίου Νόνου δεν τον αφήνει να κατηγορήσει και να ασχοληθεί με την ζωή κανενός άλλου ανθρώπου, όσο αμαρτωλός και αν είναι αυτός, αλλά κατηγορεί τον εαυτό του και κοιτάει την δική του πνευματική κατάσταση).
Όταν έπεσε ο άγιος να κοιμηθεί, είδε ένα όνειρο σταλμένο από τον Θεό. Είδε ένα περιστέρι βρώμικο και λερωμένο να πετάει γύρω του την ώρα που λειτουργούσε. Κατά την ώρα της θείας Μυσταγωγίας, βγήκε το περιστέρι και καθόταν στον Νάρθηκα. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία και βγήκε ο άγιος Νόνος από το Ιερό, ξαναβλέπει να πετάει γύρω του το λερωμένο περιστέρι. Με μία κίνηση του χεριού του το πιάνει και το πλένει μέσα στην κολυμβήθρα και καθαρό το περιστέρι πέταξε ψηλά στον ουρανό. Όταν ο άγιος ξύπνησε κατάλαβε ότι κάτι σημαντικό θα συνέβαινε.
Την επόμενη ημέρα, κατά την ώρα της Λειτουργίας, έδωσαν στον άγιο Νόνο το άγιο Ευαγγέλιο για να κάνει κήρυγμα και να διδάξει τον λαό του Θεού. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα βρίσκονταν και η Πελαγία. Όταν η αγία Πελαγία άκουσε το κήρυγμα ήρθε σε μετάνοια, άρχισε να κλαίει και αισθάνθηκε την ανάγκη να εγκαταλείψει την ζωή που έκανε. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας έστειλε κρυφά ανθρώπους να ακολουθήσουν τον άγιο Νόνο για να μάθουν που μένει. Κατόπιν του έστειλε ένα γράμμα και τον παρακαλούσε να την δεχθεί για να εξομολογηθεί. Ο άγιος Νόνος την κάλεσε τότε να έρθει στην Εκκλησία. Εκείνη τρέχοντας πήγε, έπεσε στα πόδια του και κλαίγοντας μπροστά σε όλους τον παρακάλεσε να την βαπτίσει και να την βοηθήσει να μετανοήσει και ν’ αλλάξει ζωή. Τότε ο άγιος Αρχιερέας βλέποντας την αληθινή της μετάνοια, την βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος, έχοντας ως ανάδοχο μία μοναχή με το όνομα Ρωμάνα και την κοινώνησε από τα άχραντα μυστήρια. Μετά από την βάπτιση της όμως ο διάβολος δεν την άφησε ήσυχη. Προσπαθούσε να της θυμίζει την προηγούμενη ζωή της και να την παροτρύνει να επιστρέψει σ’ αυτήν. Η Πελαγία με το σημείο του Σταυρού, την προσευχή και τις συμβουλές της Ρωμάνας πολεμούσε τους πειρασμούς και αγωνιζόταν.
Μερικές ημέρες μετά τη Βάπτισή της παρέδωσε όλη την περιουσία της στον άγιο Νόνο για να μοιραστεί στους πτωχούς και ελευθέρωσε τους δούλους της. Κατόπιν αφού έβγαλε τα πολυτελή ρούχα της, ντύθηκε με κουρέλια και κρυφά απ’ όλους έφυγε για τα Ιεροσόλυμα.
Στα Ιεροσόλυμα, παριστάνοντας ότι είναι άνδρας και ονομάζεται Πελάγιος, έμεινε κλεισμένη για τρία χρόνια σ’ ένα κελί στο όρος των Ελαιών και όλοι θαύμαζαν την ασκητική της ζωή.
Όταν πέθανε, οι μοναχοί πήγαν να ετοιμάσουν το σώμα για τον ενταφιασμό και τότε ανακάλυψαν ότι είναι γυναίκα και δόξασαν τον Κύριο για την Χάρη και την δύναμη που δίνει σε αυτούς που μετανοούν και αγωνίζονται για την σωτηρία της ψυχής τους.
Την Ταϊσία από δεκαεπτά χρονών η ίδια της η μητέρα την έβαλε να εργάζεται σ’ ένα οίκο ανοχής. Ήταν τόσο όμορφη ώστε διαδόθηκε παντού η ομορφιά της και πλήθος ανδρών έρχονταν για να την συναντήσουν.
΄Όταν διηγήθηκαν στον Αββά (γέροντα) Σεραπίωνα για την Ταϊσία, αυτός άρχισε να προσεύχεται για την σωτηρία της ψυχής της και αποφάσισε να την βοηθήσει να αλλάξει τρόπο ζωής και να σωθεί. Έβγαλε τα μοναχικά του ενδύματα, ντύθηκε σαν στρατιώτης και ξεκίνησε να την συναντήσει. Όταν έφτασε στο τόπο όπου κατοικούσε η Ταϊσία, παρουσιάστηκε ως πελάτης και την πλήρωσε για να περάσουν μαζί την νύχτα. Στο δωμάτιο όπου μπήκαν ο γέροντας της έδειξε το μοναχικό σχήμα που φορούσε κάτω από τα ρούχα του, της αποκάλυψε την ταυτότητα του και άρχισε να συνομιλεί μαζί της για την αθανασία και την αξία της ψυχής και για την μέλλουσα ζωή. Η αγία ήρθε σε μετάνοια και ρώτησε τον γέροντα αν ο Θεός μπορεί να την συγχωρήσει με τόσες αμαρτίες τις οποίες είχε διαπράξει. Ο γέροντας της μίλησε για την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού, αλλά και για την χαρά που γίνεται στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Τότε η Ταϊσία ζήτησε από τον Αββά Σεραπίωνα τρεις ώρες διορία και κατόπιν θα τον ακολουθούσε. Μάζεψε όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει από την πορνεία και την έκαψε στη μέση της πόλεως. Κατόπιν πήγε να συναντήσει τον γέροντα. Εκείνος την οδήγησε σε μοναστήρι όπου κλείστηκε μέσα σε ένα κελί, έτρωγε ελάχιστο ψωμί και έπινε ελάχιστο νερό κάθε δύο ημέρες και προσευχόταν λέγοντας συνέχεια την φράση: «Κύριε ο Θεός μου, ο πλάσας με, ελέησον με κατά το μέγα σου έλεος».
Μετά από τρία χρόνια ο αββάς Σεραπίωνας πήγε στον Μέγα Αντώνιο για να τον ρωτήσει εάν ο Θεός έκανε δεκτή την μετάνοια της Ταϊσιάς. Διηγήθηκε στον Άγιο Αντώνιο όλη την ιστορία της και ο Αντώνιος κάλεσε τους μοναχούς που είχε κοντά του να κλειστούν στα κελιά τους και να κάνουν προσευχή για να τους πληροφορήσει ο Κύριος σχετικά με την Ταϊσία.
Τότε στον Παύλο, το μεγαλύτερο των μαθητών του αγίου Αντωνίου, φανερώθηκε οπτασία στην οποία είδε στον ουρανό στρωμένο κρεβάτι λαμπρό , επάνω ένα αμάραντο στέφανο και τρεις παρθένους με λαμπάδες γύρω από το κρεβάτι και συλλογίστηκε ότι για τον άγιο Αντώνιο ετοιμάζεται αυτή η δόξα. Τότε άκουσε φωνή η οποία του έλεγε ότι όχι για τον Αντώνιο αλλά για την μακαρία Ταϊσια ετοιμάστηκε η δόξα αυτή. Με αυτό τον τρόπο πληροφορήθηκαν ότι έγινε δεκτή η μετάνοια της πρώην πόρνης από τον Θεό. Ο Σεραπίων επέστρεψε στο μοναστήρι όπου βρίσκονταν η αγία και την κάλεσε να βγει από το κελί όπου ήταν κλεισμένη γιατί ο Θεός έκανε δεκτή την μετάνοια της. Δεκαπέντε ημέρες έζησε η αγία Ταϊσία μετά την έξοδο από το κελί της και η ψυχή της πέταξε προς τον Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου