Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Μελετίου Καλαμαρά: Στη μετάνοια του Ζακχαίου


+ Μελετίου Καλαμαρά
Μητροπολίτου Νικοπόλεως καί Πρεβέζης


πάρχουν κάποια πράγματα πού μς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. να πό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει κόμη καί νθρωπο πό πέτρα, εναι νά φεύγει πό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς ατία, νας νέος νθρωπος. να παιδί, ς πομε, τότε πού τό καμάρωνε πατέρας καί μητέρα του.
ν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, θάνατος κόμη καί νός κατόχρονου, θά μς συγκλόνιζε.
Θά μς βαζε τήν σκέψη:
Πς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Πο στέκω; Τελειώνουν δ τά πάντα πάρχει αώνια ζωή;
νθρωπος, ντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ξω. Θέλει νά βρε μιά κανοποιητική πάντηση γιά τόν αυτό του...
Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν χομε περάσει λοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ταν βλέπομε νάλογες δυνηρές καταστάσεις, κουνμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ ατόν πού τίς ντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρτα τόν νθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».
Ποιό εναι τό «σωστά»;
Θά τό πομε μέ βάση τό γιο Εαγγέλιο. Τί κούσαμε;

ξίζει τόν κόπο;

νας νθρωπος, Ζακχαος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ξίωμα, κουσε τι περν πό τόν τόπο του Χριστός. Εχε φτάσει στ’ ατιά του, τι Χριστός κανε πολλά θαύματα, κόμη καί νεκρούς νάσταινε. λλά τό πιό σπουδαο ταν τι κήρυττε τήν αώνια ζωή καί τήν Βασιλεία το Θεο. λεγε μάλιστα, τι νθρωπος δέν μπορε νά ζε ντίθετα στό θέλημα το Θεο καί νά περιμένει νά βρεθε κοντά Του στήν αώνια ζωή.
λα ατά τόν εχαν προβληματίσει τόν Ζακχαο. Εχε ναστατωθε. Δίκηο εχε!
Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, τι κινδυνεύει ντί νά πάει στό φς, νά πάει στό σκοτάδι. ντί νά πάει στήν αώνια χαρά, νά βρεθε στήν αώνια κόλαση.
Καί μέσα στήν ταραχή του, Ζακχαος πρε μιά πόφαση μλλον κανε μιά σκέψη διαφορετική:
–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; ξίζει τόν κόπο νά νησυχ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ν τό ποφασίσω καί λλάξω τρόπο ζως, τί θά γίνουν ο διασκεδάσεις μου; Ο χαρές μου; ζωή μου, πού πως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, πως καί ν τά οκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα λο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;
Θά πρέπει λα ατά νά τά φήσω στήν κρη; Μά εκολα τά φήνει κανείς; ρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ξίζει τόν κόπο»;
πό τήν μιά κάτι τόν τρωγε μέσα του. «Δέν πς καλά» το λεγε. πό τήν λλη, κανε τήν σκέψη: «ξίζει τόν κόπο»;
Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πρε τήν πόφαση νά πάει νά δε τόν Χριστό, «τίς στίν»;
Νά τόν δε καί νά συμπεράνει πό τό παρουσιαστικό του! πό τήν ψη του. Νά διαπιστώσει, ν τά λόγια του καί λα κενα πού λένε τι κάνει, εναι ληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αώνια ζωή, λλά καί γιά τήν πίγεια πορεία του.
Πγε λοιπόν νά τόν δε, μά πειδή ταν κοντός νέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.
Τί μς λέει ατό; λοι μας εμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δομε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.
Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί κ τν προτέρων εμαστε ρνητικά τοποθετημένοι πέναντί Του. Γι’ ατό, θέλομε νά βρεθομε πό πάνω. Πιό ψηλά. φο θά τόν κρίνομε γιά νά τόν πορρίψομε...
Κάπως τσι σκεπτόταν Ζακχαος ταν νέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ψη. Καί ταν περνοσε Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δε καί νά κρίνει: «ξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -σε κάποιους εσεβες νά τίς λένε μαρτίες- γιά νά κολουθήσω τόν Χριστό»;
Βαθύς προβληματισμός, πού πασχολε τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τς ζως του. Καί νομίζομε τι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε τι φαιά οσία μας, εναι πολύ πολύτιμη καί ρκε γιά λα.
τσι πγε καί Ζακχαος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει συχος. Νά πάψει ταραχή.

στάση το πατέρα μας

Κάποτε να παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα το πατέρα του καί πγε καί το κλεψε κάτι λίγα.
Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροσε νά συχάσει. Τό φαγε συνείδησή του. Κάθε φορά πού βλεπε τόν πατέρα του ναστατωνόταν. Δέν εχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δε στό πρόσωπο. σκυβε κάτω καί φευγε γιά λλο.
θελε νά το τό πε, μά πς νά νοίξει τό στόμα του; Πς νά το πε: «πατέρα, ξέρεις, σέ κλεψα». Ασθανόταν τι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες λυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, κανε τήν σκέψη, τι δέν μπορε πιά νά ζε τσι στό διο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορε νά συνεχίζεται ατό τό μαρτύριο.
Πρε λοιπόν να χαρτί, καί γραψε ατό πού θελε νά το πε. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, σκυψε τό κεφάλι καί το δωσε τό χαρτάκι πού ξιστοροσε τήν μαρτία του.
ν πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, λλά σήκωνε τό μάτι νά δε τί θά κάνει. ταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετ στό τζάκι.
Μετά γκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγετο τό παιδί ταν μεγάλωσε:
«κείνη τήν στιγμή, γάπησα τόν πατέρα μου. κείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ταν γιά μένα πατέρας μου. Καί τόν βαλα στήν καρδιά μου. Ατό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει γάπη. Τότε ρχισα νά γαπ τόν πατέρα μου σωστά».

Σταθερότητα στό καλό

Νά λοιπόν Ζακχαος πάνω στή συκομουριά. Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;
Κάτι καλύτερο πό τόν πατέρα πού ναφέραμε.
Στέκεται πό κάτω καί το λέει:
«Ζακχαε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».
Κατέβηκε μέσως Ζακχαος καί ποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, κανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. δια φάρα. Πλούσιοι καί μαρτωλοί.
λοι τους νά τρνε μέ τόν Χριστό.
Κάποιοι, ρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρκε νά πάει ελογημένος. Σ’ ατόν τόν νθρωπο μέ τόν παρ καί τήν μαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό νθρωπο»;
Ζακχαος, ταν νδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:
-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πρα, θά αξηθον ο δουλειές μου καί συνεπς καί τά χρήματά μου. Θά νεβε τό κοινωνικό μου πίπεδο, φο νας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός λθε σπίτι μου.


Καλά τά κατάφερα.

Μά ατό πού θά τό καναν πολλοί καί θά σταματοσαν πότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά σβυναν τό φς πού τούς ρριξε Θεός γιά νά βρον τό δρόμο τό σωστό, Ζακχαος δέν τό κανε. Δέν μεινε κε. λλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν γάπη καί τήν στοργή το Χριστο· διαπιστώνοντας τι ντως λθε νά σώσει τόν κόσμο, τι ψαξε νά τόν βρε, το επε:
-Κύριε, τό ξέρω. σχημα βάδιζα, καί σχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. ν τυχόν κανένα τόν βλαψα, το τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί πό τώρα κοντά Σου.
πάντησε Χριστός:
-Μή φοβσαι. «Σήμερον σωτηρία τ οκ τούτ γένετο». Σήμερα μπκε σωτηρία στό σπίτι σου. ρα ατή δέν εναι ρα θυσίας, πειδή θυσίασες κάποια πράγματα, λλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.
Τί γεμίζει; πό αώνια ζωή, πό λα τά γαθά το Θεο.
Τί μεγαλύτερο πό τήν σωτηρία καί τήν αώνια ζωή;
Ατά πού χομε, λα, θά τελειώσουν.
φαγες, πιες; Θά τελειώσει.
Χόρτασες; Θά τελειώσει.
Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.
κανες μαρτίες; Ζημιά χεις.
Μάζεψες δικα; Ζημιά χεις.
Τά χεις νόμιμα καί πό τόν κόπο σου; Καί ατά θά τελειώσουν μιά μέρα.
Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τν παιδιν σου· το κόσμου.
Κάνε τα πλοτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ξιολογες τά πίγεια, μέ τά καλά σου ργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τν γύρω σου μέ φρόνημα ληθινό, μέ τά λόγια το Θεο, μέ τό θέλημα Του τό γιο.

Λύσεις μέ τό φς το Εαγγελίου

πό κείνη τήν μέρα Ζακχαος κολούθησε τόν Χριστό. γινε πόστολος. Καί ρχιερέας σέ μιά πόλη τς Μικρς σίας. γινε καί μάρτυρας το Χριστο. Μεγάλος στή Βασιλεία τν Ορανν. Ατό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τ οκ τούτ γένετο». Λύτρωση, πλοτος οράνιος πό τήν δόξα το Χριστο. πό τή Βασιλεία Του.
Καί σ’ μς, δίνει πολλές φορμές Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πς βαδίζομε.
Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;
ρωτήματα πού πρέπει νά μς βασανίζουν· λλά νά τά λύνομε, χι μέ τό φς το μυαλο μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ πολογισμούς, λλά πρτα καί κύρια μέ τό φς το Θεο.
Τό μυαλό μας, χωρίς τό φς το Θεο γεμίζει σκοτάδι. Γι’ ατό χομε νάγκη πό φς πνευματικό, πού εναι λόγος το Θεο. μεγαλύτερη εεργεσία πού μπορομε νά κάνομε στόν αυτό μας, εναι νά μελετμε τόν λόγο το Θεο.
Καί κόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε λο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».
Τί συμβαίνει τότε;
νθρωπος βλέπει τά λάθη του, ν πρίν δέν τά βλεπε καί θέλει νά πιστρέψει.
Πότε πιστρέφει ληθινά;
ταν πε: «σπίτι μου εναι κκλησία. Φαγητό μου, τό Σμα καί τό Αμα το Χριστο». Επε Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εσθε πεινασμένοι.
Τί λλο πρέπει νά κάνει;
Νά ζητήσει νά ξεφορτωθε τό βάρος του.
-Κύριε, τά πετάω πό πάνω μου τά μαρτήματά μου.
Πς; Μέ τήν ξομολόγηση.
τσι μπαίνει νθρωπος στό δρόμο το Θεο. τσι προβληματισμός γίνεται φέλιμος καί δέν γυρίζει, ατός πού μετανοε, μετά να μήνα πάλι στά δια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά χομε ταραχή στήν ταραχή. στω καί ν νομίζεις τι ζωή σου εναι γλέντι καί τραγούδι.
τσι εναι κόσμος, ν δέν βρες λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά κουμπήσεις νά στηριχθες;.....

προθέρμανση

να παιδάκι βρκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ να ξυλάκι γιά νά βγε πό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά σο τήν νοχλοσε κείνη μαζευόταν πιό πολύ.
Το λέει πατέρας του:
-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθε λίγο στόν λιο καί μόνη της θά περπατήσει. τσι κανε τό παιδί καί χελώνα ρχισε νά περπατ.
Καί μες χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πς γίνεται;
Εσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν γάπη σου. Εσαι μητέρα; Κάνε τό διο.
Εσαι μεγάλος; Σπουδαος;
Γνώριζε τι γιά τόν Χριστό εσαι παιδάκι! Καί γιά τήν κκλησία μας, τήν μητέρα μας, εσαι παιδί. Τρέξε στήν γκαλιά τους, γιά νά ασθανθες τήν ζεστασιά τς ψυχς καί νά ρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.
Τότε θά ρθει σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οκογένειά σου.
Ατόν τόν προβληματισμό μς προτείνει πόστολος το Χριστο Ζακχαος.
Γιατί καί ατός πειδή προβληματίστηκε σωστά, φησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.
Μς διδάσκει κόμη, τι πρέπει καί μες νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθομε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί μς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φς Του.
Τί νά εχηθομε;
Μιά καί τό σπουδαιότερο πό κάθε τί λλο στόν κόσμο εναι αώνια ζωή, νά τήν ναζητομε διαρκς.
Καί νά παρακαλομε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει πό τήν χαρά τς Βασιλείας Του. μήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου