Εις μνήμη του μακαριστού γέροντος παραθέτουμε σχόλιο που έχει αναρτηθεί στην ομάδα Πατήρ Ευσέβιος Βίττης (Father Eusebios Vittis)
4 ΧΡΟΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ.
Μένει στην καρδιά μας ζωντανή ἡ παρουσία τῆς Χριστοειδοῦς ἀγάπης του. Ἓνας ἱερωμένος, μᾶς θυμίζει γιά την θυσιαστική καί μαρτυρική ἱερατική διακονία του στή Σουηδία:
Ο τότε αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Αθηναγόρας Κοκκινάκης «ανακάλυψε» τον Στέργιο Βίττη. Ασκώντας μεγάλη πίεση σε αυτόν, τον έπεισε τελικά να δεχθεί την χειροτονία του ένα Σάββατο (Ιούνιος 1965) σε Διάκονο και την επόμενη Κυριακή σε Πρεσβύτερο, δίνοντάς του το όνομα «Ευσέβιος», με αποστολή να διακονήσει τις πνευματικές και βιοτικές ανάγκες των διασκορπισμένων στην Σκανδιναβική χερσόνησο και την Δανία Ελλήνων Ορθοδόξων. Ως ιερέας, δεν θέλησε και δεν εισέπραξε ποτέ μισθό, ούτε το ελάχιστο ποσό ως «φιλότιμο» (τυχερά) εκ μέρων των πιστών για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε.
Ο πατήρ Ευσέβιος, ενώ εργαζόταν καθημερινά το οχτάωρό του, τα Σαββατοκύριακα ταξίδευε με το τραίνο από πόλη σε πόλη, συναντούσε μετανάστες παλιούς και νέους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, συγκέντρωνε σε σπίτια ή κατάλληλες αίθουσες τους ορθόδοξους Έλληνες, τελούσε Ακολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θείες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα, εξομολογούσε, μετέφραζε, συμβούλευε, έκανε τον διερμηνέα και, γενικά, συμπαραστεκόταν στις πολυποίκιλες ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών. Διαπιστώνοντας μάλιστα πόσο οξύ ήταν το πρόβλημα της γλώσσας, στους μεν ενήλικες μάθαινε σουηδικά, στα δε παιδιά τους ελληνικά, ώστε να μην αφελληνιστούν στο ξένο περιβάλλον.
Ενώ ο πατήρ Ευσέβιος είχε κυριολεκτικά γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα» (Α΄ Κορ. θ΄ 22–23), και πολύ φυσιολογικά θα περίμενε «δόξα» και «τιμή» και «ειρήνη» για όσα καλά και ωφέλιμα έκανε και πρόσφερε, πολύ σύντομα, γεύθηκε «θλίψη καὶ στεναχωρία» (Ρωμ. β΄ 9–10). Αφενός γιατί «ἡ διχόνοια ἡ δολερὴ» –κατά τον Εθνικό μας ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό–, που είχε εντείνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των εκεί Ελλήνων μεταναστών, αφετέρου διότι η άρνηση του πατρός Ευσεβίου να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα για να του ανατεθούν ανώτερα και υπευθυνότερα καθήκοντα, δυσαρέστησε τους τότε κρατικούς και εκκλησιαστικούς κρατούντες, με αποτέλεσμα να περιπέσει ο ίδιος σε δυσμένεια. Η οποία δυσμένεια, εκδηλώθηκε με κατευθυνόμενες σε βάρος του ενέργειες.
Όπως αναφέρεται και στο περιοδικό «Όσιος Γρηγόριος» στο αφιέρωμα για την ζωή του, κάποιοι άθεοι και αντίθεοι Έλληνες άρχισαν να τον πολεμούν. Δεν δίστασαν να τον βρίζουν χυδαιότατα την ώρα μάλιστα που διάβαζε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως κάποιο Πάσχα! Ατάραχος ο πατήρ, συνέχισε μέχρι τέλους την ανάγνωση. Κάποιοι από αυτούς, μετά από καιρό, μετάνιωσαν και ζήτησαν να τους συγχωρήσει.
Για την παραπάνω πολεμική που δεχόταν, έγραφε ο ίδιος σε επιστολή του: «Δεν ντρέπομαι που είμαι φτωχός κι’ έγινα καλόγερος. Το θέλησα. Το θέλω. Το ξέρω πως η ζωή είναι σκληρή. Κάτι, γεύθηκα κι’ εγώ απ’ αυτήν! Οι όροι της, αδυσώπητοι.
Έτσι, έφυγαν ώρες και ώρες, για να βρεθούν δωμάτια, να βρεθούν θέσεις σε εργοστάσια για τους νεοερχόμενους μετανάστες, να γραφούν αιτήσεις σε αρχές, να γίνουν μαθήματα δωρεάν για τη γλώσσα…, και να σε θεωρούν, στο τέλος, και ‘‘αλήτη’’ αφού δεν παίρνεις μισθό και δουλεύεις για να ζήσεις…
Και, τί, δεν έλεγαν! Της χούντας οι οπαδοί, έλεγαν πως είμαι σκότιο όργανο που δεν συμπνευματιζόμουν μαζί τους. Και, κάποιοι, ίσως να ήξεραν πως πρόκειται περί ενός ρομαντικού ηλιθίου, που δεν ήθελε να τους εκμεταλλευθεί, να τους πάρει τα λεφτά για τις όποιες εξυπηρετήσεις, που ήθελε να είναι το ίδιο φτωχός με αυτούς, για να τον νοιώθουν κοντά τους σαν αδελφό, σαν ίσο τους…
Ας είναι! Δεν παραπονούμαι! Αν πάρει κανείς το Ευαγγέλιο στα σοβαρά, του λέει το Ευαγγέλιο ‘‘τί’’ τον περιμένει!...».
ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΤΟΥ καί ἂς τόν χαροποιοῦμε τώρα ἀκόμη περισσότερο ἀπό τότε, μιμούμενοι τήν ἁγία κατά πάντα ζωή του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου