του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Αὐτός ὁ
μέγιστος φωστήρας τῆς ᾽Εκκλησίας
γεννήθηκε στήν τοποθεσία τῆς
Φοινίκης πού καλεῖται Λιβανοστέφανος, στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό εὐσεβεῖς
καί σώφρονες γονεῖς, πατέρα μέν τόν Πλινθᾶ, μητέρα δέ τή Μυρώ. Συνδυάζοντας τήν φυσική εὐφυΐα μέ τήν ἐπιμέλειά
του ἀπέκτησε τήν δύναμη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. ᾽Ενῶ
κατοικοῦσε ἀκόμη
στήν Δαμασκό, ἐξασκοῦσε
κάθε ἀρετή πού ἀκολουθεῖται
στίς ἐρήμους ἀπό τούς ἀσκητές.
῎Επειτα πηγαίνει στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου τοῦ
Κοινοβιάρχου, ὅπου ἐκεῖ σχολάζοντας στήν προσευχή καί ἀφιερωμένος στόν Θεό κατοχύρωσε μέ τήν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν
τήν καρδιά καί τόν νοῦ του, ὁπότε
αἰχμαλώτισε κάθε νόημα στήν ὑπακοή τοῦ
Χριστοῦ. ῎Επειτα
ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε νά ἀποκτήσει περισσότερη παιδεία καί φιλοσοφία,
πηγαίνει στήν ᾽Αλεξάνδρεια, στήν ὁποία βρῆκε
ἕναν ἀξιόλογο
ἄνδρα γεμάτο ἀπό κάθε σοφία καί σύνεση. ῎Εμεινε μαζί μέ αὐτόν,
κάνοντας τήν ἴδια ζωή καί ἔχοντας τήν ἴδια
γνώμη, παίρνοντας αὐτά πού εἶχε ἐκεῖνος
νά τοῦ δώσει ὡς μαθήματα καί δίνοντας ὁ ἴδιος σ᾽ αὐτόν τά δικά του. ᾽Εκεῖ εὑρισκόμενος ἔπαθε ἐπίχυση τῶν ὀφθαλμῶν
του (καταρράκτη) καί θεραπεύτηκε ἀπό
τούς ἁγίους ᾽Αναργύρους
Κύρο καί ᾽Ιωάννη, ὁπότε τοῦ
ζήτησαν ὡς μισθό γιά τήν θεραπεία νά καταγράψει
τά θαύματα πού καθημερινά τελοῦνταν
ἀπό αὐτούς
ἐκεῖ,
κάτι πού τό ἔκανε.
῎Επειτα λόγω τῆς
μεγάλης του ἀρετῆς
χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων. Κι ὅταν
ἡ ῾Αγία
Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ἁλώθηκε ἀπό
τούς ἀλιτήριους Πέρσες, πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια
πρός τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν ἐλεήμονα, τόν ποιμένα τοῦ ἀποστολικοῦ ἐκείνου θρόνου. ῞Οταν ὁ ἅγιος
αὐτός ἔφυγε
μακαρίως ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ Σωφρόνιος, ἀφοῦ θρήνησε καί ὁ ἴδιος τήν μακαριότητά του, ἔγραψε ἐγκωμιαστικό λόγο γι᾽ αὐτόν ἐπαινώντας
τόν ἄπειρο θησαυρό τῆς ἐλεημοσύνης του καί τήν ἐνάρετη ζωή του.
Ὅταν
ἐπέστρεψε πάλι πρός τήν ῾Αγία Πόλη, δέν μπορεῖ
νά πεῖ κανείς μέ πόση φροντίδα καί κόπο ποίμανε
τήν ᾽Εκκλησία πού τοῦ ἔλαχε. Διότι δέν ἔδωσε καθόλου ὕπνο
στούς ὀφθαλμούς του οὔτε νυσταγμό στά βλέφαρά του. Κι ἡ πάλη του δέν ἦταν
μόνο κατά τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί κατά τῶν
αἱρετικῶν,
τούς ὁποίους μέ ἀποδείξεις ἀπό
τίς ῞Αγιες Γραφές καί μέ τίς Παραδόσεις ἀπό τούς Πατέρες τούς ἀνέτρεπε
καί μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἐξαφάνιζε.
Καί ἄλλα πολλά ἄξια συγγράμματα λόγου καί μνήμης ἄφησε στήν ᾽Εκκλησία,
τά ὁποῖα
διδάσκουν τούς πιστούς νά ζοῦν ὀρθά καί νά πολιτεύονται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων ἕνα
εἶναι καί τό ὑπερθαύμαστο διήγημα τῆς ἰσάγγελης ἀνάμεσα
στίς γυναῖκες Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἀγωνίστηκε
στήν ἔρημο ὑπέρ
τήν ἀνθρώπινη φύση. ᾽Αφοῦ ἔζησε
λοιπόν ὁ ἅγιος
Σωφρόνιος ἔτσι καλῶς καί θεοφιλῶς
καί δίδαξε καί ἄλλους καί χρημάτισε στόμα Χριστοῦ καί κατηύθυνε τό ποίμνιο πού τοῦ δόθηκε μέ ὅσιο
τρόπο, μέσα σέ τρία χρόνια μεταστάθηκε ἐν
εἰρήνῃ
πρός τόν Θεό᾽.
῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης
θέλοντας νά δώσει τό στίγμα τοῦ σημερινοῦ μεγάλου ἁγίου Σωφρονίου, ὅτι δηλαδή ἀγωνίστηκε νά τηρήσει ἐπακριβῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του, αὐτό πού λέμε ῾μέχρι κεραίας᾽, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο
δοξάζεται τώρα στούς οὐρανούς, σημειώνει στόν
στίχο τοῦ συναξαρίου του: ῾ἔσπευδε τηρεῖν
καί κεραίαν τοῦ νόμου ὁ Σωφρόνιος, οὗ
παρ᾽ οὐρανοῖς κέρας᾽ (ὁ Σωφρόνιος ἔτρεχε νά τηρήσει καί τό παραμικρό ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τό τρόπαιό του
εἶναι στούς οὐρανούς). Πράγματι, ἐπανειλημμένως ὁ ὑμνογράφος του τονίζει ὅτι ἡ στροφή του πρός τόν Θεό δέν ἦταν περιστασιακή οὔτε καί μερική, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει πολλές φορές σέ ἐμᾶς τούς χλιαρούς στήν πίστη σημερινούς χριστιανούς, τούς
δίψυχους γι᾽ αὐτό καί ἀκατάστατους κατά τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν ἀδελφόθεο, οἱ ὁποῖοι θέλουμε νά τά ἔχουμε καλά μέ τόν Θεό, ἀλλά χωρίς νά ἀφήνουμε καί τήν ἐμπαθή προσκόλλησή μας
στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου· ἡ στροφή του πρός τόν Θεό ἦταν ὁλοκληρωτική, γιατί ὁ Θεός ἦταν ἡ μοναδική του ἀγάπη, ὁπότε μέσα στό φῶς ᾽Εκείνου ζοῦσε τήν θεωρία Του. ῾῾Ολικῶς ἐπόθησας
τόν μόνον ἀγαθόν, πυρσωθείς φέγγει νοητῷ, καί πηγήν ἠγάπησας
τῆς ἀφθαρσίας,
θεωρίαις Πάνσοφε, πρός αὐτήν ἀνατεινόμενος᾽ (ὠδή ε´) (Μέ ὁλοκληρωτικό τρόπο
πόθησες τόν μόνο ἀγαθό Θεό, ἀφοῦ φλογίστηκες ἀπό τό νοητό φέγγος, καί ἀγάπησες τήν πηγή τῆς ἀφθαρσίας, πάνσοφε, καθώς βρισκόσουν σέ ἀνάταση πρός αὐτήν). Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν θέλουμε νά νιώσουμε τίς ὀμορφιές πού δίνει ὁ Θεός ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, θά πρέπει νά ἀποφασίσουμε ὁριστικά ὅτι ὁ Θεός συνιστᾶ τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυσιολογία μας ὡς ἀνθρώπων ἔγκειται στήν ὁλική ἀγάπη μας πρός τόν Θεό, συνεπῶς καί στήν εἰκόνα Αὐτοῦ τόν ἄνθρωπο, γιατί γι᾽ Αὐτόν δημιουργηθήκαμε καί μόνον μέ Αὐτόν συνεπῶς βρίσκουμε τήν ἰσορροπία τῆς ζωῆς μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα γινόμαστε ὅ,τι μᾶς δόθηκε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά εἴμαστε δηλαδή μέλη
Χριστοῦ καί κατοικητήριά Του, κάτι πού τό μᾶς τό ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἅγιος Θεοφάνης μέ τήν χαριτωμένη γραφίδα
του: ῾Ναός ζῶν
καί ἔμψυχος, ἐγένου τοῦ
Θεοῦ, νεκρωθείς πᾶσι τοῖς ἐν
γῇ᾽ (῎Εγινες ζωντανός καί ἔμψυχος ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ νεκρώθηκες ὡς πρός ὅλα τά ἁμαρτωλά τῆς γῆς).
Διαβάστε τη συνέχεια στο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου