Μονόγραμμα ΧΡ, 5ος αι. μ.Χ, Μουσείο Pio Cristiano, Βατικανό
της Εύης Βουλγαράκη
Χριστιανισμός: το σχολείο της τέλειας αντίφασης και του παραδόξου.
Η πιο διαλεκτική από τις έννοιες.
Νικολαε Σταϊνχαρτ[1]
Σε προφανή διάσταση από
τη σοφία του κόσμου τούτου, οι χριστιανοί προσκυνούν Θεόν εσταυρωμένον. Ο Σταυρός
του Χριστού, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία (ΑΚορ 1,
23), είναι καρδιά της χριστιανικής πίστης, ή μάλλον ένα πέρασμα, αναγκαίο αλλ’ όχι
αδιέξοδο. Η λογική αντίφαση είναι ήδη εγγενής και ορατή με γυμνό μάτι. Σε όλη την
ανθρώπινη ιστορία, από τις πιο αρχέγονες μορφές θρησκείας αλλά και στις περισσότερες
μεταγενέστερες εκδοχές των θρησκειών (εξαιρώντας τις φιλοσοφικότερες εκδοχές των
ανατολικών θρησκειών, όπου όμως και η ίδια η έννοια θείο είναι κάτι όλως άλλο),
λατρεύεται ο θεός που είναι δυνατός, ακριβώς για τον λόγο της δύναμής του (της).
Τον υπακούμε, τον τιμούμε, του προσφέρουμε γιατί περιμένουμε να μας δείξει την εύνοιά
του, σε μιαν ανταποδοτική και απόλυτα “λογικά” δομημένη λογική. Όμως, στο χριστιανισμό
φέρουμε ένα σύμβολο, ως κόσμημα στο στήθος και ως σημείο αλήθειας, που όχι μόνο
υπήρξε σύμβολο έσχατης αδυναμίας, άφατου πόνου, επικράτησης του θανάτου, αλλά και
ονείδους, εξευτελισμού. Ο Κύριός μας μετά ανόμων ελογίσθη (Μκ
15, 28· Λκ 22, 37) και υπέστη ατιμωτικό θάνατο. Αλλά και στη διάρκεια της ζωής του,
“ανοήτως” συνταυτίσθηκε με τις χθαμαλότερες όψεις της ζωής… Από την ίδια τη γέννησή
του σ’ ένα σταύλο, τη ρήξη του με τους προύχοντες της κοινωνίας –τους ατσαλάκωτους
και καλοσιδερωμένους γραμματείς και Φαρισαίους–, τις συναναστροφές του
με τους τελώνες και τις πόρνες, μέχρι την εγκατάλειψη και προδοσία από τους μαθητές
του και την κάθοδό του στον Άδη. Με τον σταυρό ολοκληρώνεται η κατάλυση μιας –της
μόνης γνωστής ώς τότε– θρησκευτικότητας, τόσο των Ιουδαίων, όσο και των Ελλήνων.
Όπως επισημαίνει ο π. Αλεξάντρ Σμέμαν, «οι “Ιουδαίοι” αντιπροσωπεύουν εκείνους που
προσδοκούν μόνο βοήθεια από τη θρησκεία, ενώ οι “Έλληνες”
εκείνους που προσδοκούν λογικές και εύκολες ερμηνείες».[2] Η
ωφελιμιστική και η εξουσιαστική εξυπνάδα καταλύονται, μια για πάντα.
Με
το σταυρό του Χριστού, η περί περιουσιότητας ιδέα ενός λαού, εθισμένου στην ιδιαιτερότητα
και την προνομιακή του θέση, καταργείται οριστικά. Ο Χριστός δεν φείστηκε του εαυτού
Του, γιατί να φειστεί του λαού Του; Το περί θεοδικίας ερώτημα, γιατί οι ασεβείς
περνούν καλά,[3] ενώ
οι δίκαιοι βασανίζονται, τίθεται πλέον εμπράκτως διαφορετικά. Ο Θεός δεν υπάρχει
για να κάνει εξυπηρετήσεις, η ανταποδοτική θρησκευτικότητα είναι παρελθόν και όλο
το λατρευτικό σύστημα θυσιών, προσφορών και κάθε μορφής απόπειρας εξαγοράς του Θεού
ή εξευμενισμού Του ακυρώνεται. Ο ίδιος ο Θεός είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος
στη χριστιανική λατρεία, στη θεία Ευχαριστία. Μια πλήρης αντιστροφή των μέχρι τότε
γνώριμων και οικείων πραγμάτων, και συνάμα «πλήρωση» του νόμου.
Με το σταυρό του Χριστού, η ελληνική λογική απόπειρα «σύλληψης»
του θείου με τη φιλοσοφία ανατρέπεται άρδην. Διότι ακόμα και ο ισχυρότατος Άδης,
του οποίου οι πύλες είναι απροσπέλαστες προς τα έξω, συνέλαβε και αιχμαλώτισε τον
Θεό, για να περιπέσει από έκπληξη σε έκπληξη. Όπως διατρανώνουμε στην αναστάσιμη
θεία Λειτουργία, στον κατηχητικό λόγο του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο άδης
«ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῷπεριέτυχεν, ἔλαβε γῆν καὶ συνήντησεν οὐρανῷ».
Άλλο περίμενε ο άδης με αδηφάγο και βουλιμική διάθεση και άλλο του συνέβη: ο Χριστός
ενέκρωσε τον άδη και ανέστησε τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων. Δυο περίπου χιλιετίες
πριν την εφεύρεση του «θανάτου του Θεού», ο Θεός αφέθηκε μόνος του στον θάνατο,
για να μας χαρίσει για πάντα τη ζωή.
Διαβάστε τη συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου