Του
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο
άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορόστολο της Μυσίας, κι ήταν δούλος κάποιου
Έλληνα, κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτη (361-363 μ.Χ.) και Καπεταλίου
βικαρίου. Ήταν ευσεβής χριστιανός και γι’ αυτό βδελυσσόταν τα είδωλα. Κάποια
στιγμή που θεώρησε ότι ήταν ήσυχη και κατάλληλη, μπήκε στο ναό των ειδώλων,
κρατώντας ένα μεγάλο σφυρί, σύντριψε όλα τα είδωλα και διασκόρπισε τις θυσίες.
Επειδή κατηγόρησαν άλλους για τις ενέργειες αυτές, τους οποίους άρχισαν να
βασανίζουν, πήγε και παρουσιάστηκε στις αρχές, ομολογώντας την πράξη του, για
την οποία κτυπήθηκε με μαστίγιο και ρίχτηκε σε κάμινο φωτιάς. Παρέμεινε όμως
άφλεκτος και παρέδωσε έτσι στον Θεό το πνεύμα του».
Το
ενδιαφέρον ενός συγχρόνου εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που θα διάβαζε το συναξάρι
του αγίου, θα επικεντρωνόταν ασφαλώς όχι στον θείο ζήλο του Αιμιλιανού ούτε και
στην αγιότητα και τη χάρη του Θεού που τον διακατείχε – μόνο με τη χάρη του
Θεού μπορεί κανείς ν’ αντέξει τα μαρτύρια, όπως μας επισημαίνει και ο απόστολος
Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν,
αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - αλλά στην ενέργειά του να καταστρέψει τα
είδωλα και να διασκορπίσει τις ειδωλικές θυσίες. Με μεγάλη ευκολία μάλιστα, κι
ίσως με οργή, θα χαρακτήριζε την ενέργεια αυτή ως πράξη βαρβαρότητας, που
στρέφεται κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας – ένα άγαλμα είναι πράγματι ένα
πολιτιστικό γεγονός. Με την ίδια ευκολία, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως,
θα στρεφόταν και ευρύτερα κατά της χριστιανικής πίστης και μάλιστα κατά της
Εκκλησίας, διότι εκτρέφει τέτοια φαινόμενα, που προσβάλλουν τα επιτεύγματα του
ανθρώπου.
Διαβάστε
τη συνέχεια στο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου