Του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Ο ἀββᾶς Βησσαρίων ἔριξε στό μικρό ταγάρι του λίγα παξιμάδια, κάποιους ξηρούς καρπούς καί τό φλασκί μέ τό λιγοστό νερό του.
῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ψιθύρισαν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του. ῾Σ᾽ εὐχαριστῶ, Κύριε, πού μᾶς ἀξιώνεις καί φέτος νά πᾶμε στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Σου. Δυνάμωσέ μας καί ἐλέησέ μας᾽.
Στράφηκε στόν νεαρό ὑποτακτικό του Δουλᾶ. ῾Μήν καθυστερεῖς, παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε γεμάτος στοργή καί ἀγάπη. ῾῎Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. ῟Ωρες θά μᾶς πάρει τό προσκύνημά μας αὐτό. ῾Ετοιμάσου καί σύ γρήγορα᾽.
῎Εκανε λίγα βήματα πρός τό προσκυνητάρι τῆς καλύβας τους. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος τόν κοιτοῦσε μέ πόνο, ἀλλά καί μέ ἄπειρη ἀγάπη. Σάν νά ᾽νιωσε τά ἁπλωμένα χέρια του Κυρίου νά τόν ἀγκαλιάζουν μέ θέρμη. Προσκύνησε μέ μεγάλη μετάνοια. Τό μέτωπό του ἄγγιξε τό ἔδαφος καί στάθηκε ἐκεῖ λίγη ὥρα. ῾῾Ο Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ᾽, κτυποῦσε ἡ καρδιά του στόν ρυθμό τῆς εὐχῆς. Σηκώθηκε. Φίλησε τά πόδια τοῦ Κυρίου. ᾽Ασπάσθηκε μέ τήν ἴδια θέρμη καί τήν Παναγία Μητέρα πού βρισκόταν δίπλα στόν ᾽Εσταυρωμένο. ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς᾽, κινήθηκαν καί πάλι τά ἁγιασμένα χείλη.
῾Δουλᾶ, παιδί μου, προσκύνησε καί σύ. Φεύγουμε᾽.
῾Ο νεαρός δόκιμος καλόγερος, ἕτοιμος κι αὐτός, προσκύνησε καί περνώντας τό ταγάρι στόν ὧμο ἀκολούθησε τόν Γέροντα.
Διαβάστε τη συνέχεια στο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου