Αββά Ζωσιμά, «Κεφάλαια ωφέλιμα»,
εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σ. 35-43
εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σ. 35-43
1. Έλεγε ο μακάριος:
Η ψυχή θέλει να σωθεί, επειδή όμως την τραβούν τα μάταια και μ’ αυτά ασχολείται, αποφεύγει τους κόπους. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι οι εντολές του Θεού βαριές, αλλά τα θελήματά μας πονηρά. Συνηθίζουμε, βλέπετε, είτε από το φόβο της θαλασσοταραχής είτε από το φόβο των ληστών, να καταφρονούμε τα πάντα και να πετάμε τα πράγματά μας χωρίς δισταγμό, αν και γνωρίζουμε ότι λίγο αργότερα θα πεθάνουμε. Και για λίγο, όμως, ακόμα χρόνο ζωής, τα περιφρονούμε όλα και θεωρούμε τους εαυτούς μας μακάριους, αν χάσουμε τα πάντα και σωθούμε οι ίδιοι από τους ληστές ή τη θάλασσα. Κι αυτός που πριν από λίγο έκανε σαν μανιακός για να κερδίσει έναν όβολό, τώρα τα πετάει όλα πρόθυμα, μόνο και μόνο για να κερδίσει την πρόσκαιρη ζωή. Γιατί δεν τα σκεφτόμαστε αυτά και για την αιώνια ζωή; Γιατί, όπως είπε ο άγιος, δεν έχει τόση δύναμη ο φόβος του Θεού, όση ο φόβος της θάλασσας;
2.Καί σαν απόδειξη όλων αυτών, διηγόταν ο μακάριος την εξής ιστορία, που είχε ακούσει από άλλους:
Κάποτε ένας λιθουργός καβιδάριος, καθώς τον λένε πήρε πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια κι επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο μαζί με τους δούλους του, με σκοπό να ταξιδέψει και να τα πουλήσει σ’ άλλο μέρος.
Στη διάρκεια του ταξιδιού έτυχε να συμπαθήσει κάποιο δούλο του πλοίου, που τον υπηρετούσε. Αλλά κι ο δούλος ξεκουραζόταν κοντά του κι έτρωγε από τα φαγητά του.
Μια μέρα, αυτός ο δούλος ακούει τυχαία τους ναύτες, που συμφωνούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους να ρίξουν τον καβιδάριο στη θάλασσα και να του πάρουν τους πολύτιμους λίθους του.
Ύστερ’ απ’ αυτό, ο δούλος ήρθε με πολλή στενοχώρια στον καβιδάριο για να τον υπηρετήσει, όπως συνήθιζε. Κι εκείνος τον ρωτάει:
-Γιατί είσαι στενοχωρημένος σήμερα;
Ο δούλος κρατήθηκε και δεν είπε τίποτα.
Μα ο καβιδάριος πάλι τον ρώτησε:
-Πες μου την αλήθεια. Τί έχεις;
Ο δούλος βάζει τότε τα κλάματα και του λέει:
-Αυτό κι αυτό αποφάσισαν οι ναύτες εναντίον σου.
-Λες αλήθεια;
-Ναι, έτσι συμφώνησαν.
3. Προσκαλεί τότε ο καβιδάριος τους δικούς του δούλους και τους λέει:
-Ό,τι σας πω, κάντε το χωρίς δισταγμό.
Απλώνει λοιπόν ένα σεντόνι και τους λέει
-Φέρτε τα σεντούκια!
Πράγματι, τα έφεραν. Κι αφού τ’ άνοιξε., άρχισε ν’ απλώνει τα πετραδάκια (πάνω στο σεντόνι). Κι όταν τα τοποθέτησε όλα, είπε:
-Είναι ζωή αυτή; Για τούτα ’δω κινδυνεύω και θαλασσοπνίγομαι και σε λίγο πεθαίνω, χωρίς να πάρω μαζί μου τίποτε απ’ αυτό τον κόσμο;
Και προστάζει τους δούλους του:
-Αδειάστε τα όλα στη θάλασσα!
Πριν αποσώσει το λόγο του, τα τίναξα όλα στη θάλασσα.
Οι ναύτες τότε σάστισαν και ματαίωσαν την απόφασή τους.
4. (Μετά απ’ αυτή τη διήγηση) έλεγε ο μακάριος:
Ας προσέξουμε πως, με το που άρχισε να συλλογίζεται, φιλοσόφησε με τα λόγια και με τα έργα, και τούτο για να κερδίσει μία σύντομη ζωή. Και καλά έκανε. Γιατί σκέφτηκε ότι “αν πεθάνω, τί έχω να κερδίσω από τους λίθους;” Ενώ εμείς δεν υπομένουμε ούτε μια μικρή ζημιά για χάρη της εντολής του Χριστού. Κι αν, τέλος πάντων, πρέπει να λυπόμαστε, ας λυπόμαστε για το χαμό εκείνου που μας ζημίωσε και όχι για το χάσιμο των χρημάτων. Γιατί εκείνος, με την αδικία που μας έκανε, έβγαλε τον εαυτό του από τη βασιλεία των ουρανών αφού “άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι” αλλά σε μας, που αδικηθήκαμε, προξένησε τη ζωή. «Χαίρετε», λέει ο Κύριος, «και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».
5.Εμείς όμως, αντί να λυπόμαστε για την απώλεια του μέλους του Χριστού, καθόμαστε και πλέκουμε λογισμούς για φθαρτά και τιποτένια πράγματα, που χάνονται και δεν έχουν καμιάν αξία.
Πραγματικά, δίκαια κολαζόμαστε. Γιατί ο Θεός μας τοποθέτησε στην τάξη των μελών, με κεφαλή το Χριστό και Θεό μας. Όπως είπε ο άγιος απόστολος, όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά, συναποτελούν το ενιαίο σώμα, με κοινή κεφαλή όλων το Χριστό.
6.Οταν λοιπόν σε στενοχωρεί ο αδελφός, το κά¬νει όπως ακριβώς ένα χέρι που πάσχει ή ένα μάτι που ασθενεί. Αν και πονάμε όμως, ούτε το χέρι κόβουμε και πετάμε ούτε το μάτι βγάζουμε, θεωρώντας μέγιστο κακό την απώλεια κάποιον απ’ αυτά. Αλλά τί κάνουμε; Και τη σφραγίδα του Χριστού, την πολυτι-μότερη απ’ όλα τα πράγματα (δηλαδή το σημείο του τιμίου σταυρού) θέτουμε πάνω τους, και τους αγίους παρακαλούμε να πρεσβεύσουν, και εκτενείς προσευχές κάνουμε γι’ αυτά στο Θεό και, πέρα απ’ όλα τούτα, παρασκευάζουμε κολλύρια και κάνουμε έμπλαστρα, για να γιατρέψουμε το μέλος που πονάει.
Όπως λοιπόν προσεύχεσαι για το μάτι ή το χέρι σου, να γιάνει και να μη σε στενοχωρεί άλλο, έτσι να προσεύχεσαι και για τον αδελφό. Εμείς όμως, βλέποντας (τους αδελφούς μας, που είναι) τα μέλη του Χριστού, να παθαίνουν τέτοιο κακό, όχι μόνο δεν λυπόμαστε, αλλά και τους καταριόμαστε. Όλ’ αυτά, στ’ αλήθεια, δείχνουν ανθρώπους χωρίς σπλαχνική καρδιά.
7.Και έλεγε, ότι αυτός που έχει καρδιά σπλαχνική ή αγάπη ή συμπάθεια, πρώτα ευφραίνει και ωφελεί τον εαυτό του κι έπειτα τον πλησίον. Όπως και η κακία, ακριβώς αντίθετα, λιώνει και τυραννάει αυτόν που την έχει.
8.Και έλεγε το ρητό εκείνο, πως ό,τι δεν βλάπτει την ψυχή, ούτε τον άνθρωπο βλάπτει.
Πηγή: Πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου