Ιωάννου Καραβιδόπουλου
Ομ. Καθηγητού
Πανεπιστημίου
«Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελῆ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε
μέρα ἦταν λαμπρό.
Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἔρχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Κάποτε
πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν,
σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κοντὰ του τὸ Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε: «πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου μὲ καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατί ὑποφέρω μέσα σ' αὐτὴ τὴ φωτιά». Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα
λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ' ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο
χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ 'δω σ' ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε οἱ ἀπὸ 'κει μποροῦν νὰ περάσουν σ' ἐμάς». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: «τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων». Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει: «ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν ἂς ὑπακούσουν σ' αὐτά». «Όχι, πατέρα
μου Ἀβραάμ», τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν»» (Λουκ. 16,
19-31).
Γνωστὴ σὲ ὅλους μας εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Εἶναι ὅμως τὸ κεντρικὸ θέμα της ἡ καταδίκη τοῦ πλούτου καὶ ὁ ὕμνος τῆς φτώχειας, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως; Τὸ κοινωνικὸ βέβαια πλαίσιο δὲν εἶναι ἀδιάφορο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖ τὸν κεντρικὸ στόχο του. Ὁ φτωχὸς δὲν κερδίζει τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ εἶναι φτωχός, ἀλλὰ μόνον ἐφόσον στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεὸ καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του· καὶ ὁ πλούσιος δὲν εἶναι καταδικασμένος
μόνο καὶ μόνο γιατί ἔχει ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ γιατί κινδυνεύει
νὰ χάσει τὸ πᾶν ὅταν ἡ ζωὴ του εἶναι στηριγμένη στὰ ἀγαθά του καὶ ὄχι στὸν Θεό, ὅταν ξεχάσει τὸν φτωχὸ συνάνθρωπό του καὶ ὅταν κλεισθεῖ καὶ παγιδευτεῖ στὸν πλοῦτο του. Ὅτι μπορεῖ ἕνας πλούσιος νὰ εἶναι πρότυπο ἀγάπης καὶ ἕνας φτωχὸς νὰ εἶναι ἀσεβής, ἀποτελεῖ ἐπίσης μία πιθανὴ κατάσταση μέσα στὴ ζωή.
Ἔτσι οἱ λέξεις «πλούσιος» καὶ «πτωχὸς» στὴ διήγησή μας ἔχουν ἕνα περισσότερο θρησκευτικὸ παρὰ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ παραβολὴ εἶναι ἡ ἐπισήμανση ἑνὸς πραγματικοῦ κινδύνου, τοῦ κινδύνου τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ εὐημερία εἶναι ἀτέλειωτη κι ὅτι τὸ μόνο σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε
μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλα ἀλλάζουν κι εὑρίσκεται ὁ ἀνθρωπος μπροστὰ σὲ ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις· ὅταν μάλιστα εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ μετανοήσει, ἡ κατάστασή του
γίνεται ἀναπόφευκτα
τραγική.
Ὁ πλούσιος της διηγήσεως βλέπει νὰ μεταβάλλονται τὰ πάντα. Αὐτὸς διψᾶ κι ὁ πτωχὸς εὐφραίνεται, ἔχασε τὰ πάντα ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρίσκεται
στὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας. Ζητεῖ νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς του γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη τους.
Σκέφτεται ὅτι ἂν κάποιος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν ἀναστηθεῖ καὶ τοὺς πληροφορήσει, θὰ προλάβουν τὸ κακό. Ἀλλ’ ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει εἶναι σαφής: «Ἔχουν τὴν Ἁγία Γραφή, ἂς τὴν προσέξουν. Ἂν δὲν πιστεύουν σ’ ὅσα γράφονται σ’ αὐτή, οὔτε καὶ σ’ ἕνα νεκραναστημένο
θὰ πιστέψουν».
Ὁ κάθε ἄνθρωπος θέλει λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ τὸν ἀφοροῦν, θέλει ἕνα θαῦμα, ζητεῖ τὴν περιγραφὴ ἑνὸς αὐτόπτη μάρτυρα γιὰ νὰ πεισθεῖ· θέλει ἡ πίστη του νὰ στηρίζεται σὲ μία τετράγωνη λογικὴ· δὲν ἐννοεῖ νὰ διακινδυνεύσει τίποτε· τὸ ρισκάρισμα τὸν ἐνοχλεῖ. Ὅλοι λίγο-πολὺ εἴμαστε παγιδευμένοι
στὸν πλοῦτο τῶν γνώσεών μας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς λογικῆς μας. Θὰ δεχόμασταν ἀμέσως μία κάποια
μελλοντικὴ μορφὴ ζωῆς, ἀρκεῖ κάποιος αὐτόπτης μάρτυρας νὰ ἐρχόταν ἀπὸ κεῖ καὶ νὰ τὴν περιέγραφε, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀποδείκνυε λογικά.
Ἡ φτώχεια ποὺ μακαρίζεται σ' ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγγελίου - ὄχι βέβαια σὰν κοινωνικὴ κατάσταση ἀλλὰ σὰν θρησκευτικὴ τοποθέτηση - σημαίνει ἀκριβῶς ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὶς λογικὰ κατασκευασμένες παγίδες τῆς ζωῆς, ἐκμηδένιση τῶν ἐγκόσμιων βεβαιοτήτων
καὶ ἀνεπιφύλακτη - χωρὶς ὀρθολογισμοὺς - παραδοχὴ τοῦ ζωοδότη λόγου, τῆς θείας ὑποσχέσεως ποὺ κάνει τὴν ἐλπίδα νὰ ἀνθίζει στὸν ἀπεγνωσμένο ἄνθρωπο. Ὅταν διώχνει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐλπιδοφόρα
δυνατότητα, ὅσο πλούσια κι ἂν ζεῖ, κάποτε θὰ αἰφνιδιαστεῖ. Καὶ τότε θὰ εἶναι ἀργά!
Ἡ παραβολὴ θέλει νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ μᾶς σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο: Στὸ ὅτι ἡ τωρινὴ στιγμὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀποφάσεως ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη προθεσμία γιὰ τὸ Ναὶ στὸ προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ μετάνοια καὶ γιὰ καινούργια ζωή. Ἀλλιῶς, κινδυνεύουμε νὰ εἴμαστε ἐκπρόθεσμοι! Καὶ ἡ ἀπόφαση παίρνεται ἀφοῦ ἀπογυμνωθεῖ κανεὶς ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατάει δέσμιο καὶ αἰχμάλωτο, ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ καθαρὰ τὸ μέλλον του, ἀπὸ ὅ,τι τὸν κάνει «πλούσιο» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴπαμε προηγουμένως, ἀπὸ ὅ,τι τοῦ δίνει μία αὐτάρεσκη βεβαιότητα γιὰ τὴ ζωή του. Ἀπόφαση μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀποφαση ὄχι κάποτε στὸ μέλλον ὅταν δοθεῖ κάποια εὐκαιρία, ἀλλὰ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου