του Πρωτοπρεσβυτέρου
Γεωργίου Δορμπαράκη
Ο ιερέας περίμενε όρθιος τον επόμενο για την εξομολόγηση. Είδε ένα νεαρό
παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, να προχωρά διστακτικό. Τον καλωσόρισε και του
υπέδειξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντί του. Ο Εσταυρωμένος πάνω στο μικρό
τραπεζάκι με το μικρό καντήλι τούς κοίταζε στοργικά και προστατευτικά. Η
ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι από τον εσπερινό που μόλις είχε προηγηθεί.
Ο νεαρός με κατεβασμένο το κεφάλι δεν μιλούσε. Ο ιερέας περίμενε κι
αυτός κάνοντας μία σύντομη προσευχή, όπως συνήθιζε να κάνει και για όλους τους
πιστούς που έβρισκαν το κουράγιο να έλθουν στο μυστήριο της μετανοίας.
«Πάτερ», είπε κάποια στιγμή το παλληκαράκι. «Δεν θέλω να εξομολογηθώ. Η
μητέρα μου που περιμένει έξω με έφερε σχεδόν με το ζόρι. Είναι της Εκκλησίας
άνθρωπος και με «πρήζει» κάθε φορά με την εξομολόγηση. Είναι καλή γυναίκα και
γι’ αυτό δεν θέλω να τη στενοχωρήσω. Υπάκουσα λοιπόν για χάρη της και γι’ αυτό
βρίσκομαι εδώ. Αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο».
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου