"Το κασκόλ και
τα γάντια"
Μέσα καλοκαιριού και οι ακτίνες του ήλιου έκαναν και πάλι πολύ
αισθητή την παρουσία τους μέσα στον ζεστό μαντρότοιχο του μοναστηριού. Οι παλιότεροι
μοναχοί όταν πρωτοήρθαν δεν πρόβλεψαν καθόλου την υψηλή θερμοκρασία που
αναπτυσσόταν μέσα στο χώρο αυτόν. Έχτισαν το μοναστήρι ψηλά πάνω στον λόφο,
κατά κύριο λόγο να είναι απομονωμένοι
και απερίσπαστοι στην αφοσίωσή τους στον Θεό, αλλά και να προφυλάσσονται από
την άλλη από τις καταστροφικές επιθέσεις
και λεηλασίες των πειρατών. Έτσι οι ακραίες θερμοκρασίες έπλητταν ανελέητα το
ιστορικό μοναστήρι.
Ο μοναχός Αλύπιος θα συμπλήρωνε σε λίγο καιρό δεκαεπτά
ολόκληρα χρόνια στον ιερό αυτόν τόπο και αφότου ήρθε δεν τον είχε εγκαταλείψει
ούτε μία στιγμή. Ακόμα και τότε που έπρεπε να αφήσει για λίγο το μοναστήρι για
λόγους υγείας, δεν το έκανε, προσπαθώντας
να αντιμετωπίσει μόνος του την όποια δυσκολία του εμφανιζόταν - σε αντίθεση με
κάποιους άλλους βεβαίως που επιζητούσαν συχνά πυκνά μία μικρή δόση «ελευθερίας»
στον έξω κόσμο. Όλοι άλλωστε γνώριζαν στο κοινόβιο πως ο Αλύπιος ήταν μία πολύ
ιδιαίτερη περίπτωση μοναχού, καθώς η προηγούμενη ζωή του ήταν άκρως αντίθετη με
αυτήν που ζούσε τώρα.
Ήταν ένα όμορφο παλικάρι ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα
μοναχός Αλύπιος, ο μοναχογιός, αλλά και το παιδί χωρισμένων γονιών. Πρόβλημα
οικονομικό δεν αντιμετώπισε ποτέ. Απεναντίας, τα χρήματα τού περίσσευαν από
μικρός που ήταν, καθώς φρόντιζαν γι’ αυτό και ο πατέρας του και η μάνα του, οι
οποίοι ξόδευαν αφειδώλευτα χρήματα, αφότου μάλιστα χώρισαν, στην προσπάθειά τους,
ο καθένας ξεχωριστά, να στρέψει το
ενδιαφέρον του παιδιού τους πάνω τους.
Στην αρχή ο μικρός Κωνσταντίνος έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το «παιχνίδι»
των γονιών του, μεγαλώνοντας όμως είδε ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την
κατάσταση. Οι απαιτήσεις του προς αυτούς μεγάλωναν, η συμπεριφορά του απέναντί
τους γινόταν ολοένα και πιο βίαιη, ενώ δεν άργησε να διαπιστώσει ότι μέσα του
δεν έτρεφε σχεδόν κανένα σεβασμό και καμία στοργή για τους γεννήτορές του. Άρχισε
να νιώθει σαν ορφανός, ξεκρέμαστος σ’ έναν κόσμο ακατανόητο, γι’ αυτό κι η μοναξιά,
ο φόβος, η θλίψη κι ένα άδειασμα της ψυχής άρχισαν να τον κυριεύουν.
Στην αρχή πίστεψε
ότι με τα χρήματα που είχε στα χέρια του μπορούσε να καλύψει το εσωτερικό κενό
του. Οι διασκεδάσεις, οι γυναίκες, το ποτό ήταν στην καθημερινή του διάταξη. Μάταια
όμως. Όχι μόνο δεν εύρισκε τη γαλήνη που αποζητούσε, αλλά η ταραχή του
μεγάλωνε. Ήλθε το «χόρτο» και «η μαύρη», ενώ πολύ γρήγορα διάφοροι «φίλοι» τού
μίλησαν για τους σπουδαίους και τους μεγάλους «παράδεισους» που προσφέρουν τα
πιο σκληρά ναρκωτικά. Δεν άργησε βεβαίως να νιώσει στο πετσί του ότι οι
παράδεισοι αυτοί ήταν η πρώτη γεύση της κόλασης. Η άβυσσος με όλη την
τρομακτική όψη της ανοιγόταν διάπλατα για τον ταλαίπωρο Κωνσταντίνο…
Και να δεις που βαθιά μέσα του ένιωθε ότι έτσι εκδικείται
τους γονείς του, έτσι εκδικείται την κοινωνία, έτσι εκδικείται τον ίδιο του τον
εαυτό. Ένα πράγμα στην πραγματικότητα ήθελε να φωνάξει, να κραυγάσει, να τον ακούσει
ο κόσμος όλος, αλλά δεν ήθελε να το πει ούτε και στον ίδιο: ότι φοβάται, ότι
θέλει μία στοργική αγκαλιά να τον δεχθεί, να μείνει εκεί και να κλάψει. Ένα
μικρό παιδί, χαμένο και ανήμπορο ήταν ο Κωνσταντίνος, αλλά ποιος μπορούσε να
τον καταλάβει; Οι ίδιοι οι γονείς του πρώτα από όλα ήταν πάντοτε απόντες…
Του ‘ρθε να εκδικηθεί τον κόσμο προκαλώντας τον πολύ άμεσα
– έτσι πίστεψε: γεμίζοντας όλο του το
σώμα με σατανικά τατουάζ χωρίς να αφήσει το παραμικρό κενό στο δέρμα του· ακόμα
και τις άκρες των δακτύλων του σχεδίασε με ό,τι περίεργο και παράδοξο είχε δει.
Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη και πολύ
πιο τραγική – το κατάλαβε πολύ αργότερα: ήθελε με όλα αυτά τα σχέδια στο σώμα
του να κρύψει κάθε χαρακτηριστικό που θύμιζε τους γονείς του, κι ίσως κάτω από
αυτά να κρυφτεί και ο ίδιος. Τα τατουάζ ήταν η σπηλιά του· ήταν το κρησφύγετό
του.