Εορτολόγιο και Αναγνώσματα 30ης Μαρτίου:
- Του Oσίου Iωάννου του συγγραφέως της Kλίμακος.
- Του Aγίου προφήτου Iωάδ ή Iωήλ.
- Του Oσίου Iωάννου του εν τω φρέατι.
- O Άγιος Iωάννης Πατριάρχης Iεροσολύμων εν ειρήνη τελειούται.
- H Aγία Eυβούλη, η μήτηρ του Aγίου Παντελεήμονος, εν ειρήνη τελειούται.
- O Άγιος νέος Iερομάρτυς Ζαχαρίας, ο μαρτυρήσας εν Kορίνθω κατά το έτος ‚αχπδ΄ [1684], ξίφει τελειούται.
Αναγνώσματα Μεγ. Τεσσαρακοστής, εκ των Ωρών και του Εσπερινού:
Ησαΐας, Θ΄ 9 – I΄ 4·
Γένεσις Ζ΄ 1-5·
Παροιμίαι Η΄ 32 – Θ΄ 18.
Προφητείας Ἡσαΐου τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. Θ', 9 - Ι', 4)
Τάδε λέγει Κύριος· Γνώσονται πᾶς ὁ λαὸς τοῦ Ἐφραΐμ, καὶ οἱ καθήμενοι ἐν Σαμαρείᾳ, ἐφ΄ ὕβρει καὶ ὑψηλῇ καρδίᾳ, λέγοντες· Πλίνθοι πεπτώκασιν, ἀλλὰ δεῦτε λαξεύσωμεν λίθους, καὶ κόψωμεν συκαμίνους, καὶ κέδρους, καὶ οἰκοδομήσωμεν ἑαυτόῖς πύργον, καὶ ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ' ὅρους Σιὼν ἐπ' αὐτόν, καὶ τοὺς ἐχθρούς αὐτοῦ διασκεδάσει. Συρίαν ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν, καὶ τοὺς Ἕλληνας ἀφ' ἡλίου δυσμῶν, τοὺς κατεσθίοντας τὸν Ἰσραὴλ ὅλῳ τῷ στόματι. Ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή. Καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἀπεστράφη, ἕως ἐπλήγη, καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν. Καὶ ἀφεῖλε Κύριος ἀπὸ Ἰσραήλ, κεφαλὴν καὶ οὐράν, μέγαν καὶ μικρόν, ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, πρεσβύτην, καὶ τοὺς τὰ πρόσωπα θαυμάζοντας, αὕτη ἡ ἀρχή, καὶ προφήτην διδάσκοντα ἄνομα οὗτος ἡ οὐρά. Καὶ ἔσονται, οἱ μακαρίζοντες τὸν λαὸν τοῦτον, πλανῶντες, καὶ πλανῶσιν, ὅπως καταπίωσιν αὐτούς. Διὰ τοῦτο ἐπὶ τοὺς νεανίσκους αὐτῶν οὐκ εὐφρανθήσεται ὁ Κύριος, καὶ τοὺς ὀρφανοὺς αὐτῶν, καὶ τὰς χήρας αὐτῶν οὐκ ἐλεήσει, ὅτι πάντες ἄνομοι καὶ πονηροί, καὶ πᾶν στόμα λαλεῖ ἄδικα. Ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή. Καὶ καυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ἀνομία, καὶ ὡς ἄγρωστις ξηρὰ βρωθήσεται ὑπὸ πυρός, καὶ καυθήσεται ἐν τοῖς δάσεσι τοῦ δρυμοῦ, καὶ συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουνῶν πάντα. Διὰ θυμὸν ὀργῆς Κυρίου συγκέκαυται ἡ γῆ ὅλη, καὶ ἔσται ὁ λαὸς ὡς κατακεκαυμένος ὑπὸ πυρός, ἄνθρωπος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐκ ἐλεήσει, ἀλλὰ ἐκκλινεῖ εἰς τὰ δεξιά, ὅτι πεινάσει, καὶ φάγεται ἐκ τῶν ἀριστερῶν, καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῇ ἄνθρωπος, ἐσθίων τὰς σάρκας τοῦ βραχίονος αὐτοῦ. Φάγεται γὰρ Μανασσῆς τοῦ Ἐφραΐμ, καὶ Ἐφραΐμ τοῦ Μανασσῆ, ὅτι ἅμα πολιορκήσουσι τὸν Ἰούδαν. Ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός· ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή, οὐαὶ τοῖς γράφουσι πονηρίαν! γράφοντες γάρ, πονηρίαν γράφουσιν, ἐκκλίνοντες κρίσιν πτωχῶν, ἁρπάζοντες κρῖμα πενήτων τοῦ λαοῦ μου, ὥστε εἶναι αὐτοῖς χήραν εἰς διαρπαγήν, καὶ ὀρφανὸν εἰς προνομήν. Καὶ τί ποιήσουσιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐπισκοπῆς; ἡ γὰρ θλίψις ὑμῖν πόρρωθεν ἥξει, καὶ πρὸς τίνα καταφεύξεσθε τοῦ βοηθηθῆναι; καὶ ποῦ καταλείψετε τὴν δόξαν ὑμῶν, τοῦ μὴ ἐμπεσεῖν εἰς ἀπαγωγήν; Ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη, ἡ ὀργὴ αὐτοῦ, ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑψηλή.
Νεοελληνική Απόδοση:
Λέγει ο Κύριος, όλος ο λαός του Εφραΐμ, και της Σαμάρειας οι κάτοικοι λένε με αλαζονεία και έπαρση: 9«Τα πλίθινα σπίτια έπεσαν, μα εμείς με πέτρες θα τα ξαναχτίσουμε πελεκητές· σπάσανε τα δοκάρια που ήταν από συκομουριά, μα εμείς κέδρινα θα βάλουμε στη θέση τους». 10Ο Κύριος εναντίον τους ξεσήκωσε τους αντιπάλους τους και παρακίνησε τους εχθρούς τους, 11τους Συρίους από την ανατολή και τους Φιλισταίους από τη δύση, που άνοιξαν το στόμα τους να καταπιούν τον Ισραήλ. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. 12 Μα ο λαός δεν επιστράφηκε σ’ αυτόν που τον τιμώρησε ούτε και αναζήτησε τον Κύριο του σύμπαντος. 13Γι’ αυτό κι ο Κύριος θα κόψει του Ισραήλ το κεφάλι και την ουρά, το φοίνικα και το καλάμι, σε μια και μόνο μέρα. 14Οι σύμβουλοι και οι προύχοντες, αυτοί είναι το κεφάλι· και οι προφήτες που διδάσκουν ψεύδη, αυτοί είναι η ουρά. 15Οι αρχηγοί αυτού του λαού τον παραπλανούν, κι όσοι οδηγούνται από κείνους, χάνονται. 16Γι’ αυτό ο Κύριος δε θα λυπηθεί τα νέα παιδιά τους, ούτε θα σπλαχνιστεί τα ορφανά τους και τις χήρες τους. Γιατί είναι όλοι ασεβείς και μοχθηροί και πρόστυχο είναι ό,τι και να πούνε. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. 17Απλώνεται η κακία σαν τη φωτιά που κατατρώει αγκάθια και τριβόλια κι ανάβει σύδεντρα από θάμνους μες στο δάσος και κάνει ν’ ανεβαίνουνε σαν σίφουνας στρόβιλοι από καπνό. 18Ο Κύριος του σύμπαντος οργίστηκε· γι’ αυτό και φλέγεται η χώρα και γίνεται ο λαός για τη φωτιά τροφή. Κανείς τον άλλον δε γλιτώνει. 19Αρπάζει από δεξιά, αλλά πεινάει· τρώει από αριστερά μα δε χορταίνει. Καθένας τρώει εκείνον που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. 20Ο Μανασσής και ο Εφραΐμ αλληλοτρώγονται κι οι δύο μαζί πέφτουνε πάνω στον Ιούδα. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι.
1Αλίμονο σ’ εκείνους που θεσπίζουν νόμους άδικους και σ’ εκείνους που γράφουν αποφάσεις καταπιεστικές, 2για να στερήσουν τους αδύνατους από το δίκιο τους, και να αρπάξουν τα δικαιώματα των φτωχών του λαού μου, για να κάνουν τις χήρες λεία τους και για ν’ απογυμνώσουν τα ορφανά. 3Τι θα κάνετε την ημέρα της κρίσης και της καταιγίδας, που έρχεται από μακριά; Σε ποιον θα καταφύγετε να σας βοηθήσει; Τα πλούτη σας πού θα τ’ αφήσετε; 4Άλλοι θα σκύψουνε ανάμεσα στους αιχμαλώτους κι άλλοι ανάμεσα θα πέσουν στους νεκρούς. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι.
Γενέσεως τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. Ζ', 1-5)
Εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· Εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι σὲ εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου, ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ. Ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν, εἰσάγαγε πρὸς σὲ ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν, δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ. Καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ τῶν καθαρῶν, ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν, δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ, διαθρέψαι σπέρμα ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Ἔτι γὰρ ἡμερῶν ἑπτά, ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν, τεσσαράκοντα ἡμέρας. Καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ προσώπου πάσης τῆς γῆς. Καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.
Νεοελληνική Απόδοση:
Ο Κύριος είπε στο Νώε: «Μπες στην κιβωτό εσύ και όλη σου η οικογένεια, γιατί μέσα από τούτη τη γενιά μόνον εσένα βρήκα δίκαιο. 2Μαζί σου πάρε εφτά ζευγάρια από κάθε είδος από τα καθαρά ζώα κι από ένα ζευγάρι από κάθε είδος από τά μη καθαρά. 3Επίσης από τα πτηνά πάρε από εφτά ζευγάρια απ’ το κάθε είδος, για να διατηρηθεί το είδος τους πάνω στη γη. 4Κι εγώ ύστερα από εφτά μέρες θα στείλω βροχή επί σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, και θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης κάθε ύπαρξη που δημιούργησα». 5Ο Νώε έκανε όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος.
Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. Η', 32 - Θ', 18)
Υἱέ, ἄκουέ μου, καὶ μακάριοι, οἳ ὁδούς μου φυλάξουσιν. Ἀκούσατε σοφίαν, καὶ σοφίσθητε, καὶ μὴ ἀποφραγῆτε. Μακάριος ἀνήρ, ὃς εἰσακούσεταί μου, καὶ ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει, ἀγρυπνῶν ἐπ' ἐμαῖς θύραις καθ' ἡμέραν, τηρῶν σταθμοὺς ἐμῶν εἰσόδων· αἱ γὰρ ἔξοδοί μου, ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου. Οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς ἐμέ, ἀσεβοῦσιν εἰς τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, καὶ οἱ μισοῦντές με, ἀγαπῶσι θάνατον. Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον, καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά. Ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν. Ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους, συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος, ἐπὶ κρατῆρα, λέγουσα· Ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με, καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν, εἶπεν· Ἔλθετε, φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων, καὶ πίετε οἶνον, ὃν κεκέρακα ὑμῖν. Ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν. Ὁ παιδεύων κακούς, λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν, ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ, μωμήσεται ἑαυτόν· οἱ γὰρ ἔλεγχοι τῷ ἀσεβεῖ, μώλωπες αὐτῷ. Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε, ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε, δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται, γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι. Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ Ἁγίων, σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον, διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς. Τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον, καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς.
Νεοελληνική Απόδοση:
32Ακούστε με, παιδιά: Ευτυχισμένοι είν’ εκείνοι που τηρούν τις εντολές μου. 33Τη διδαχή μου ακούστε και θα γίνετε σοφοί· μην την εγκαταλείπετε. 34Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που με ακούει, που ξαγρυπνάει καθημερινά μπροστά στην πόρτα μου και που στης θύρας μου προσμένει το κατώφλι. 35Πράγματι, εκείνος που με βρίσκει,βρίσκει τη ζωή και του Κυρίου έχει την εύνοια. 36Μα εκείνος που με ξαστοχάει τον εαυτό του βλάπτει· αυτός που με μισεί, αγαπά το θάνατο».
1Η Σοφία έχτισε το σπίτι της με τους εφτά ωραίους στύλους του. 2Τα ζώα της έσφαξε, το κρασί της ανάμειξε κι έστρωσε το τραπέζι της. 3Έστειλε τις δούλες της και καλεί πάνω από τα ψηλώματα της πόλης: 4«Ο αμαθής ας έρθει κατά ’δω!» και στους ανόητους λέει: 5«Ελάτε, φάτε απ’ το ψωμί μου και πιέστε απ’ το κρασί που ανάμειξα! 6Εγκαταλείψτε την αμάθεια και θα ζήσετε· βαδίστε ίσια στης νόησης το δρόμο». 7Όποιος διορθώνει χλευαστή, τις προσβολές του θα δεχτεί κι όποιος ελέγχει ασεβή δέχεται κατηγόριες. 8Μην τον διορθώνεις το χλευαστή, γιατί θα σε μισήσει· σοφό να ελέγχεις και θα σε αγαπήσει. 9Στο σοφό δώσε αφορμή και πιότερο σοφός θα γίνει. Τον δίκαιο δίδαξε και πιότερα θα μάθει. 10Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο, βάση της νόησης είν’ η γνώση του Άγιου Θεού. 11Χάρη σ’ εμένα, τη σοφία, θα αυξηθούν οι μέρες σου και ζωής χρόνια θα σου προστεθούν. 12Σοφός αν γίνεις, θα ’ναι για το δικό σου το καλό. Αν είσαι υπερόπτης, πάλι εσύ θα υποφέρεις. 13Η ανοησία μοιάζει με γυναίκα αδιάντροπη κι άμυαλη, δίχως γνώση. 14Στην πόρτα του σπιτιού της κάθεται σε θρόνο, στης πόλης τα ψηλώματα, 15και τους διαβάτες προσκαλεί, που ίσια τραβούν στο δρόμο τους: 16«Όποιος είναι άμυαλος ας έρθει κατά ’δω!» Και στον ανόητο λέει: 17«Τα κλεμμένα νερά είναι γλυκά, και το ψωμί που τρώγεται κρυφά, είν’ ευχάριστο». 18Μα αυτοί δεν ξέρουν ότι είν’ εκεί ο θάνατος κι ότι οι καλεσμένοι της πάνε στα βάθη του άδη.
Επιμέλεια
Ελευθερίου Ν. Χρυσοχόου
Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου