Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας
δεν αντιμετωπίζεται από την Εκκλησία μας σαν μια απλή Κυριακή. Η όλη τελετουργία
της ημέρας δείχνει την ιδιαιτερότητά της, αφού στην ουσία προβάλλει όλα εκείνα τα
στοιχεία που αποτελούν περιεχόμενα της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας. Το Συνοδικό
μάλιστα της Ορθοδοξίας, που ακούμε το πρωί, έρχεται να επιβεβαιώσει την πεποίθηση
της Εκκλησίας ότι η ίδια βρίσκεται στον κόσμο όχι σαν ένας κλώνος στο δέντρο του
Χριστιανισμού, όπως πιστεύουν οι αιρετικοί Προτεστάντες, αλλά σαν το ίδιο το δέντρο,
η προέκταση κατ᾽ αλήθειαν του Κυρίου, ῾῾ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας᾽᾽,
κατά τη γνωστή έκφραση του αγίου Αυγουστίνου.
῾῾ΟΙ προφήται ως
είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν,
η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν...ο Χριστός ως εβράβευσεν. Οὔτω
φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών...᾽᾽. ῾῾Αύτη
η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων,
αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν᾽᾽.
1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία: η μόνη Εκκλησία που
διασώζει την αληθινή εικόνα του Χριστού.
Η πεποίθηση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι διασώζει την αληθινή εικόνα του Χριστού - πεποίθηση
η οποία στηρίζεται και στην ιστορία και στην εμπειρία όλων των αγίων - σημαίνει
πρώτα από όλα ότι αν θέλει κανείς να έχει ορθή σχέση μέ τόν Χριστό, αν θέλει να
Τον δει ανόθευτα και γνήσια, πρέπει να ενταχτεί στο σώμα της, να γίνει μέλος της,
να βαπτιστεί ορθόδοξος χριστιανός. Διότι αυτή είναι η μόνη Εκκλησία που συνέχισε
και συνεχίζει να ζει και να βλέπει τα πράγματα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Χριστού
και των Αποστόλων. Σ᾽ έναν κόσμο που προβάλλει πολλούς παρμορφωτικούς φακούς, που
και μέσα στο Χριστιανισμό παρουσιάζονται φαινόμενα πολλαπλής απόκλισης, η Ορθόδοξη
Εκκλησία μάς τοποθετεί άμεσα και σε ευθεία γραμμή προς την Αποκάλυψη του Χριστού.
Καλύτερα: ο ίδιος ο Χριστός κρατάει ανοιχτή την αληθινή εικόνα Του και την
παρουσία Του στον κόσμο μέσα από το ζωντανό σώμα Του, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
´Ετσι ο ορθόδοξος
βαπτισμένος χριστιανός δεν έχει δική του πίστη. Η πίστη του είναι η πίστη της Εκκλησίας,
της οποίας ο ίδιος είναι ενσυνείδητο μέλος. Αν ενδεχομένως ο ορθόδοξος θελήσει να
έχει δική του πίστη, τότε παύει αυτομάτως να ανήκει και στην Εκκλησία του Χριστού.
Διότι θέτει τον εαυτό του υπεράνω του όλου, του σώματος, άρα στην πραγματικότητα
αυτοθεοποιείται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά ακριβώς σ᾽ αυτό
που συνιστά την ουσία τη αμαρτίας: τον εγωισμό του ανθρώπου.
Από την άποψη αυτή
το βασικό γνώρισμα του ορθοδόξου πιστού είναι η υπακοή, άρα και η ταπείνωση, δεδομένου
ότι η υπακοή προϋποθέτει την ταπείνωση του ανθρώπου.Επανειλημμένως μάλιστα έχει
τονιστεί ότι ορθόδοξος δεν είναι τόσο ο ενάρετος, όσο ο ταπεινός. Κι η ταπείνωση
αυτή κρίνει και τη γνησιότητα της οποιασδήποτε νομιζομένης αγιότητας. Με άλλα λόγια
ο θεωρούμενος άγιος είναι τόσο πιο πολύ άγιος, όσο είναι έτοιμος να υπακούσει στην
Εκκλησία, με την υπάρχουσα αγιοοπνευματική συνοδική δομή της και τους κανονικούς
ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά άγιος άλλωστε δεν έθεσε τη δική του αγιότητα
υπεράνω της αγιότητας της Εκλησίας. Γι᾽ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι
πραγματικά μεγάλοι Γέροντες, σαν τους όσιο Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, είχαν
έντονο εκκλησιαστικό φρόνημα και παρέπεμπαν πάντοτε τους ανθρώπους να ενταχτούν
στην κανονική ορθόδοξη Εκκλησία, μέλη τίμια της οποίας ήσαν και είναι άλλωστε και
οι ίδιοι.
Ας ακούσουμε για
παράδειγμα αυτά που γράφει σε μια επιστολή του ο Γέροντας Σωφρόνιος: ῾῾Πιστεύω στον
Χριστό. Πιστεύω τον Χριστό. Είμαι δεμένος με την αγάπη του Χριστού. Εμπιστεύομαι
μόνο τόν Χριστό που γνώρισα στην Εκκλησία᾽᾽. ῾῾Ο Χριστός, τον Οποίο μου έδωσε η
Εκκλησία! Δεν καταφρονώ κανένα μέσο που συντελεί στην ένωσή μου με τον Χριστό. Αλλά
είναι άραγε δυνατό να βρούμε κάπου έξω από την Εκκλησία σε μεγαλύτερη αφθονία αυτά
τα μέσα; Στην Εκκλησία έχω τον ενσαρκωθέντα Θεό με τρόπο, ώστε να τρώμε και να πίνουμε
τον Θεό, να αναπνέουμε τον Λόγο Του. Με το όνομά Του, τον Λόγο Του, τη δύναμή Του
τελούμε τα μυστήρια. Και τα μυστήρια αυτά δεν αποτελούν κάποια απλά μόνο σύμβολα,
αλλά αληθινή πραγματικότητα. Και όλη η πείρα αυτό μαρτυρεί τόσο ολοφάνερα᾽᾽. Και
σε άλλο σημείο της επιστολής σημειώνει τα εξής καταπληκτικά: ῾῾ Ο χριστιανισμός
δεν μπορεί να μην είναι εκκλησιαστικός, αν εξετάσουμε προσεκτικά την Εκκλησία ως
σώμα του Χριστού ή ως ιστορικό φαινόμενο, ως κοινότητας των χριστιανών... Τι είναι
λοιπόν αυτό που μου δίνει η Εκκλησία; Το βάπτισμα, τη μετάνοια, την κοινωνία,
την ιερωσύνη κλπ. Μέσα από την Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το μέτρο των δνατοτήτων
μου, γίνομαι κληρονόμος της πιο μεγαλειώδους παραδόσεως που υπάρχει στην ιστορία
της ανθρωπότητας. Διά μέσου της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία ζω συνεχώς την
πιο ζωντανή σχέση με τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Παύλο και τους Αποστόλους, με
τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο και τους άλλους Πατέρες, με τον Αντώνιο και τον Σισώη,
με τον Μακάριο και τον Ισαάκ, με τον Μάξιμο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, με τον
Γρηγόριο Παλαμά, τον Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτοί είναι οι οικείοι μου, οι συγγενείς
μου. Τους παρέλαβα όμως στην εκκλησιαστική τάξη. ´Εξω από την Εκκλησία ο σύνδεσμος
μαζί τους εξασθενεί. ´Εστω και σε μικρότερο μέτρο, ζω όμως την ίδια ζωή με αυτούς.
Διά μέσου της Εκκλησίας διαμορφώνω στη συνείδησή μου την εικόνα του από άπειρη αγάπη
Εσταυρωμένου για τις αμαρτίες μας Χριστού. Εικόνα που πάντοτε με πράο, αλλά έντονο
τρόπο, ελκύει την ψυχή μου! Και να, όλα αυτά μου δίνουν τη δύναμη να υπομένω πολλά
ανόητα διεστραμμένα, που συναντάμε στο εκκλησιαστικό περιβάλλον᾽᾽.
2. Η ορθοδοξία ως ορθόδοξη πίστη και ορθόδοξη πράξη (αγάπη).
Δεν είναι μισαλλόδοξες
κορώνες τα παραπάνω. Δεν έχουν να κάνουν με φανατισμούς και υπερηφάνιες αδιάκριτες.
Είναι φωνή ευθύνης και συναίσθησης του βάρους αποστολής από εκείνους που τάχτηκαν
να φυλάγουν Θερμοπύλες της πίστεως. Είναι η φωνή των Πατέρων μας και των Αγίων μας,
που έδωσαν και το αίμα τους για να διαφυλαχτεί ανόθευτη η παράδοση του Χριστού και
των Αποστόλων. Είναι το ῾῾ουκ ένι εν άλλω ουδενί η σωτηρία᾽᾽ (Πρ. Απ. 4, 12) των
Αποστόλων, όταν μιλούσαν για τον Ι. Χριστό. Οι μισαλλοδοξίες και οι φανατισμοί είναι
ανέξοδη υπόθεση. Εξαντλούνται σε φωνασκίες ή το ακόμη χειρότερο σε βιαιότητες που
καλλιεργούν τα πάθη του ανθρώπου και στρέφονται κατά του συνανθρώπου. Ο αγώνας όμως
για την ορθόδοξη πίστη αποτελεί αγώνα που προϋποθέτει το θάνατο του ίδιου του ορθοδόξου
για να ζήσει ο κόσμος. Συμπεριφέρεται δηλ. ο ορθόδοξος στον αγώνα του σαν τον ίδιο
τον Χριστό: όπως Εκείνος ήλθε για να φέρει τη ζωή περνώντας από τη διαδικασία
του θανάτου Του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο γνήσιος πιστός Του: πεθαίνει ο ίδιος
προς χάρη του άλλου!
Είναι αυτονόητο
έτσι ότι ο ορθόδοξος δεν είναι ο απλά ορθοδοξολογών. ´Οποιος πιστεύει ότι η ορθοδοξία
είναι θέμα ορθών και μόνο λόγων είναι πλανεμένος στο έπακρο. Ο Κύριος διαβεβαίωσε
ότι ῾῾ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των Ουρανών,
αλλ᾽ ο ποιών το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός᾽᾽(Μαθ. 7, 21῟). ´Ετσι ορθόδοξος είναι
εκείνος που ζει την ορθή πίστη, που τηρεί το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα. Δηλ. εκείνος
που κ α ι πιστεύει στον Χριστό, αλλά κ α ι αγαπά το συνάνθρωπό
του. Διότι αυτή την εντολή μάς έδωσε ο Κύριος: ᾽῾Αύτη εστίν η εντολή αυτού:
ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του Υιού Αυτού και αγαπώμεν αλλήλους᾽᾽ (Α´ Ιωάν. 3,
23).
Δεν πρέπει να λησμονούμε
άλλωστε αυτό που επανειλημμένως επισημαίνει ο λόγος του Θεού: μια ορθοδοξολογία
χωρίς την εμψύχωσή της από την ίδια τη ζωή, πέρα από υποκρισία, συνιστά μνήμη προσωρινή.
Σιγά-σιγά εκφυλίζεται μέχρις ότου χαθεί παντελώς! Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος με
εποπτικό τρόπο γράφει: ῾῾ ´Οποιος ακούει το λόγο του Θεού και δεν τον εφαρμόζει,
αυτός μοιάζει με άνθρωπο που βλέπει τον εαυτό του μέσα σ᾽ έναν καθρέπτη. Τον βλέπει
και φεύγοντας ξεχνάει αμέσως πώς ήταν!᾽᾽ (1, 23-24).
´Ισως όμως θέσει
κανείς εκ του αντιθέτου το λογικό ερώτημα: δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσει
κανείς ορθόδοξα χωρίς να είναι ορθόδοξος; Να ζήσει δηλ. την αγάπη χωρίς να
πιστεύει στον Χριστό; Η απάντηση, όσο κι αν φαίνεται απόλυτη, ειναι αρνητική.
Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει, να πράξει δηλ. ορθά, χωρίς την ανάλογη πίστη. Διότι
η αγάπη για την οποία μιλάει ο Χριστός είναι η αγάπη που έδειξε και έζησε Εκείνος.
´Οχι μια αγάπη που αποτελεί απλό συναίσθημα και αγκαλιάζει μόνο τους δικούς μας
ανθρώπους, αλλά μιά αγάπη που κινείται και στο χώρο των εχθρών και αντικειμένων
μας, μια αγάπη που γίνεται μια τεράστια αγκαλιά για όλον τον κόσμο. ῾῾Αύτη εστίν
η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζοντα ταύτης αγάπην
ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού᾽᾽ (Ιωάν. 15, 13).
Ποιος μπορεί να
φτάσει στο σημείο αγάπης και προς τον εχθρό; Η ανθρώπινη φύση δεν φτάνει μέχρις
εκεί. Τα καλά αποθέματά της εξαντλούνται πολύ γρήγορα. Το ανθρώπινο συναίσθημα δεν
μπορεί να υπερνικήσει την αδικία και την πονηρία ενός εχθρού μας. Απαιτείται η υπέρ
φύσιν ενέργεια: η χάρη του ίδιου του Χριστού, για να ικανώσει τον άνθρωπο
να δει και μέσα ακόμη από την κακία του πλησίον, την εικόνα του Θεού, τον ίδιο τον
Χριστό. Ποια μάτια πέρα από τα μάτια της πίστεως σ᾽ Εκείνον, μπορούν να δουν έτσι;
Ποια καρδιά μπορεί να αγαπήσει με την ανιδιοτέλεια του Χριστού παρά η καρδιά που
φέρει τον Χριστό και έχει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα της λόγω του αγίου βαπτίσματος;
´Ετσι ο ισχυρισμός
ότι και ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος μπορεί να αγαπά σαν τόν Χριστό είναι πλάνη
και ουτοπία. Το αντίθετο μάλιστα: ο τονισμός της αγάπης και προς τον εχθρό χαρακτηρίζεται
από τον μη πιστό το λιγότερο ως αφέλεια και αθεράπευτος ρομαντισμός. Προσβάλλει
κατ᾽ αυτόν το αίσθημα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, γι᾽ αυτό και απορρίπτεται ασυζητητί.
´Ωστε μόνον ο ορθόδοξος πιστός, που ζει και αναπνέει τον αέρα της ορθόδοξης Εκκλησίας
μπορεί να αγαπά με τον τρόπο του Χριστού. Μόνον ο ορθά πιστεύων είναι και ορθά πράττων.
Με τα παραπάνω
καθίσταται σαφές ότι ο αγώνας για την αλήθεια της πίστεως τελικώς αποτελεί αγώνα
για την αλήθεια του ίδιου του ανθρώπου: να διακρατηθεί το αληθινό του
πρόσωπο, να μπορεί ο άνθρωπος να αγαπά. Μένω στην ορθόδοξη Εκκλησία σημαίνει μένω
στον Χριστό και μένω στον Χριστό σημαίνει μπορώ να αγαπώ: απλά και αληθινά,
όλον τον κόσμο, όπου γης, χωρίς όρια και φραγμούς. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι άγιοί
μας. Αγάπησαν τον Χριστό και έδειξαν την αληθινή αγάπη και προς τον άνθρωπο. Γι᾽
αυτό και όταν μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει το μυαλό και η σκέψη μας
να πηγαίνουν σε κάποιους ίσως κληρικούς ή και σε κάποιους λαϊκούς, που μπορεί να
μη στέκουν σωστά στην πίστη. Η σκέψη μας πρέπει να πηγαίνει στους αγίους μας. Οι
άγιοί μας είναι τα όρια της ορθοδοξίας μας, γιατί σ᾽ αυτούς φανερώνεται ο ίδιος
ο Χριστός μας. Αυτοί αποτελούν την προέκτασή Του στον κόσμο, όπως το έχει διατυπώσει
και ο μέγας απόστολος Παύλος, ο αγιώτερος πάντων για πολλούς: ῾῾Ζω δε ουκέτι
εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός῾῾ (Γαλ. 2, 20).
Στην πραγματικότητα
οι άγιοι δείχνουν τι σημαίνει αποκατάσταση των εικόνων - ό,τι εορτάζουμε ιστορικά
την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αποκατέστησαν με τη χάρη του Θεού την εικόνα Εκείνου
μέσα τους, γι᾽ αυτό και τιμώντας αυτούς τον Χριστό στην πραγματικότητα τιμούμε και
δοξάζουμε. ῾῾...Τον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες,
τους δε (αγίους) δια τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες,
και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες᾽᾽ κατά τη διατύπωση και πάλι του Συνοδικού
της Ορθοδοξίας.
3. Ορθοδοξία και ιεραποστολή.
Αυτό το αγκάλιασμα
της Ορθόδοξης Εκκλησίας για όλον τον κόσμο - προέκταση της αγκαλιάς του Χριστού,
όπως είπαμε - δικαιολογεί και το γιατί η ορθοδοξία σχετίζεται πάντοτε και με την
ιεραποστολή. Η Εκκλησία μας δηλ. τη συγκεκριμένη ημέρα θυμάται και τα εκλεκτά εκείνα
μέλη της, που έλαβαν την κλήση από τον Θεό να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου
στα πλανεμένα ανά τον κόσμο αδέλφια τους. Κι η σχέση αυτή ορθοδοξίας και ιεραποστολής
φαίνεται καθαρά στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας της ημέρας, όταν
ο απόστολος Φίλιππος, αφού ακολούθησε τον Χριστό, ένιωσε την ανάγκη να καλέσει και
τον αδελφικό του φίλο Ναθαναήλ, προκειμένου να γίνει κι αυτός μέτοχος της ίδιας
εμπειρίας. Κι είναι τούτο μια αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε, αφού υπάρχουν πολλοί
που κατηγορούν το Χριστιανισμό ότι η αφοσίωση που κηρύσσει στον Χριστό οδηγεί σε
απομόνωση και απομάκρυνση από το συνάνθρωπο. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη πλάνη
και μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Και τούτο γιατί όσο πλησιάζει και προσεγγίζει κανείς
τον Χριστό, τόσο και περισσότερο στρέφεται, όπως νομίζουμε επαρκώς δείξαμε και παραπάνω,
με αγάπη προς το συνάνθρωπό του.
Θα επιμείνουμε
στην αλήθεια αυτή με μια πολύ όμορφη εικόνα την οποία μας δίνει ο μεγάλος ασκητικός
διδάσκαλος, αββάς Δωρόθεος. ῾῾Ας υποθέσουμε, λέει, ότι ο κόσμος όλος μοιάζει με
ένα κύκλο, του οποίου κέντρο είναι ο Θεός, ενώ οι ευθείες από τον κύκλο έως το μέσο
οι οδοί, δηλ. οι διαγωγές των ανθρώπων. ´Οσο λοιπόν εισέρχονται οι άγιοι προς τα
μέσα, ποθώντας να προσεγγίσουν τον Θεό, τόσο έρχονται κοντά σ᾽ Εκείνον, αλλά και
κοντά στους άλλους. Καί όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν μεταξύ τους και όσο πλησιάζουν
μεταξύ τους, πλησιάζουν τον Θεό. Με τον ίδιο τρόπο ας εννοήσουμε και το χωρισμό᾽᾽.
Πώς όμως κάλεσε
ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ; Δεν ήλθε ούτε εκβιαστικά ούτε αραδιάζοντάς του διάφορα
λογικά επιχειρήματα. Στην αμφισβήτηση του Ναθαναήλ περί της προελεύσεως του Μεσσία
- ῾῾εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; ᾽᾽ - απάντησε μόνο: ῾῾´Ερχου
και ίδε᾽᾽( Ιωάν. 1, 47). Τον κάλεσε να έλθει ώστε μόνος να διαπιστώσει την αλήθεια
της δικής του εμπειρίας. Αυτό σημαίνει ότι ἡ ιεραποστολή νοείται αφενός ως κατάθεση
μιας προσωπικής εμπειρίας περί του Χριστού και αφετέρου ως κλήση για θέα του προσώπου
Εκείνου. Ποτέ δηλ. η ιεραποστολή δεν καταργεί την ελευθερία του προσώπου, ενώ ακριβώς
στηρίζεται από την άλλη στη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας.
Είναι όμως επίσης
σημαντική η επισήμανση ότι η άσκηση αυτή ιεραποστολής σχετίζεται με καλοπροαιρέτους
ανθρώπους. Ο Ναθαναήλ, για παράδειγμα, στον οποίο απευθύνθηκε ο Φίλιππος, ήταν άνθρωπος
που διψούσε γνήσια για την αλήθεια. ῾῾´Ιδε Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι᾽᾽ (Ιωάν.
1, 48), είπε ο Κύριος. Κι αυτό σημαίνει: δεν είναι φρόνιμο να καλεί προς μετοχή
στην πίστη του Χριστού ανθρώπους που είτε είναι κακοπροαίρετοι είτε ακόμη είναι
ανέτοιμοι ν᾽ ακούσουν το λόγο του Θεού.
Κάτι τέτοιο μάλιστα
συνέβη και στην πρώτη Εκκλησία. Υπήρξαν δηλ. Χριστιανοί, που μέσα στον ενθουσιασμό
τους για τον Χριστό, άκριτα πολλές φορές οδηγούνταν σε ιεραποστολική δράση. Το αποτέλεσμα
ήταν απογοητευτικό. Γι᾽ αυτό και η ίδια η Εκκλησία έφτασε στο σημείο, στις
περιπτώσεις αυτές, να απαγορεύσει την άσκηση της ιεραποστολής. Είπε συγκεκριμένα
ότι δεν επιτρέπεται η ιεραποστολή όταν το ακροατήριο 1) είναι εχθρικά διακείμενο,
2) είναι χλευαστικά διακείμενο ή 3) είναι ανέτοιμο για αποδοχή της πίστεως.
Μια τέτοια απόφαση
ήταν σύμφωνη και με τα λόγια του ίδιου του Κυρίου που είχε πει: ῾῾Μη δώτε
τα άγια τοις κυσί, μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων῾῾ (Ματθ.
7 ,6). ´Ετσι η ιεραποστολή ναι μεν κατανοείται πάντοτε ως το αποτέλεσμα της γνησίας
και ορθής πίστεως στον Χριστό, αλλ᾽ έχει και ως γνώρισμά της τη διάκριση:
το πού και πώς θα κατατεθεί η μαρτυρία αυτή της πίστεως.
Η εορτή της Ορθοδοξίας
δεν είναι εορτή για θριαμβολογίες. Αν μείνουμε στις δάφνες του παρελθόντος δεν θα
κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τους Ιουδαίους στην παρακμασμένη περίοδό
τους, όταν καυχώνταν και υπερηφανεύονταν για τα παλαιά μεγαλεία τους. Η αποτίμηση
του ίδιου του Κυρίου μας στην περίπτωση αυτή είναι δεδομένη και για μας: ῾῾Ουκ
οίδα υμάς!῾῾ (Ματθ. 25, 12). Δεν σας γνωρίζω. Η εορτή της Ορθοδοξίας αποτελεί πάντοτε
μια πρόκληση, για να προβληματιστούμε οι πιστοί πάνω στην ποιότητα της πίστεώς μας:
αν έχουμε και ζούμε πράγματι την πίστη μας ή αν την έχουμε αλλοιώσει με ξένα προς
αυτήν στοιχεία. Μην ξεχνάμε ότι η ορθόδοξη πίστη είναι ένας συνεχής πνευματικός
αγώνας για τον πιστό άνθρωπο, όπως ήδη φάνηκε μέχρι τώρα, που θα πει ότι στο βαθμό
που χαλαρώνει τον αγώνα του αυτό, δεν μένει στάσιμος, μα οπισθοχωρεί. Δυστυχώς για
μας, στα πνευματικά πράγματα δεν υπάρχει στασιμότητα. Η στασιμότητα ισοδυναμεί με
την οπισθοχώρηση. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος στο σημείο αυτό: ῾῾ο μη ων μετ᾽
εμού κατ᾽ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ᾽ εμού σκορπίζει῾῾.
´Ετσι ως ορθόδοξοι
αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς προς την πίστη μας, μόνο μπροστά μπορούμε να προχωρούμε.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που φαίνεται ότι, ενώ κάνουμε αγώνα με ταπείνωση, δεν
προαγόμαστε και δεν καλλιτερεύουμε, και τότε, στην πραγματικότητα, προχωρούμε. Απλώς
δεν βλέπουμε, λόγω μη επαρκούς ακόμη καθαρότητάς μας, την αύξηση των δαιμονίων που
μας πολεμούν, εν συγκρίσει προς το παρελθόν. ´Ελεγε ο Γέρων Παΐσιος ότι όταν κάνουμε
αγώνα εναντίον ενός πάθους μας και ξαναπέφτουμε στο ίδιο, πολλές φορές δεν βλέπουμε
πρόοδο, γιατί την προηγουμένη πολεμούσαμε με ένα δαιμόνιο και την άλλη με πολύ περισσότερα.
Αν δεν δούμε λοιπόν
την εορτή της Ορθοδοξίας ως πρόκληση για σκληρή αυτοκριτική και για απόφαση μέχρι
θανάτου να ζήσουμε όπως ο Χριστός και οι άγιοι, ίσως καλύτερα να μην αναφερόμαστε
σ᾽ αυτήν, γιατί τό μόνο που κάνουμε τότε είναι να συσσωρεύουμε περισσότερο οργή
για μας εν τη ημέρα της κρίσεως!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου